ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (Η ιστορία του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού)
ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΠΕΤΡΗ
«Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, την άκουσα όταν ήμουνα μικρός μα, από τότε κάθε φορά που τη συλλογιζόμουν μου φαινόταν όλο και πιο όμορφη, γιατί υπάρχουν ιστορίες που, όπως και πολλοί άνθρωποι, ομορφαίνουν ακόμα κι αδιάκοπα με το πέρασμα του χρόνου, κι αυτό είναι τόσο διασκεδαστικό!»
(Χανς Κρίστιαν Αντερσεν)
Παρά τον μύθο – παραμύθι, το μαγικό μαξιλάρι που μας κατευνάζει και αφηνόμαστε στο χέρι του να μας οδηγήσει στον κόσμο του αφελούς και του αχρονικού. Η λέξη παραμύθι είναι τόσο μακρινή όσο και η ιστορία μας. Τη συναντάμε στο ομηρικό ρήμα «παραμυθέομαι» με στη σημασία του συμβουλεύω. Στα κείμενα του Ηροδότου και του Πλάτωνα εμφανίζεται με την έννοια του παρηγορώ. Κοντινή στην έννοια του μύθου, διαφορετική με το στίγμα της παρηγοριάς. Ως είδος τέχνης είναι ισοδύναμο με τη λαϊκή ποίηση, έχει αναπτυχθεί ομόλογα σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς και αντιπροσωπεύει τη λαϊκή πεζογραφία. Στο τετράπλευρο που λέγεται Αιγαίο, στη θεογονία, στη μακραίωνη διονυσιακή λατρεία, στα Ορφικά και στα Ελευσίνια Μυστήρια, στην ανάγκη της επαφής με το άγνωστο θείο, στον εξανθρωπισμό του, το θέατρο ως έκφραση είναι εμφανώς μεγαλύτερο ηλικιακά από τη θρησκεία. Η ιστορία του Αιγαιακού ανθρώπου θεοποιείται και οι θεοί εξανθρωπίζονται. Με την ακολουθία Ιστορία – Μύθος – Αρχέτυπο – Σύμβολο, την επανάληψή τους, τη φαντασία, την τέχνη, η επική παράδοση θα γίνει αφήγηση. Το ιστορικό και θρησκευτικό μυθιστόρημα με τη σειρά του θα μετουσιωθεί σε αφηγηματικό μύθο. Όλα αυτά μαζί με τη φαντασία και την ειρωνεία της καθημερινότητας θα κάνουν ταλαντούχα άτομα να δημιουργήσουν το παραμύθι. Αυτά που θα θεωρήσουμε προγόνους και συγγενείς του παραμυθιού από τα αρχαία χρόνια είναι: το σατιρικό δράμα, το μιμικό θέατρο, η όρχηση και η μίμηση, η παντομίμα των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων, η ιλαροτραγωδία, η φλυακογραφία ή φλύακα (που είναι συνώνυμη σχεδόν με την ιλαροτραγωδία), η μαγωδία και οι μιμίαμβοι. Πατέρας του μιμητικού θεάτρου θεωρείται ο Σώφρονας Αγαθοκλέους. Γεννήθηκε τα χρόνια της εισβολής του Ξέρξη στην Ελλάδα. Το θέαμα αυτό αναπτύχθηκε κυρίως στη Σικελία, την περίοδο που στην Αθήνα ανθούσε το δράμα. Ο Ξενοφώντας αναφέρει κάποιον θαυματοποιό από τη Συρακούσα που διασκέδαζε τους παρευρισκομένους στο συμπόσιο του πλούσιου Καλία: «Ούτος οι άφρονες γαρ τα εμά νευρόσπαστα θεώμενος τρέφουσί με». Όπως προκύπτει, αυτός ο γελωτοποιός, κωμικός ποιητής, ήταν ο Φίλιππος, ο πρωτότοκος γιος του Αριστοφάνη. Γι’ αυτόν ο Αριστοφάνης δεν έτρεφε καμιά εκτίμηση, αφού δεν ήταν παρά ένα λαϊκό κακέκτυπό του που γύριζε τα συμπόσια και διασκέδαζε τους Αθηναίους. Αυτό το είδος θεάτρου, που μοιάζει με μικροθέατρο, για να παιχτεί, πρέπει κανείς να διαθέτει μια ευκολία αυτοσχεδιασμού, μίμησης και κατάλληλου τονισμού της φωνής, ώστε χωρίς τη χρήση θεατρικού χώρου να μπορεί να μαγεύει… το κοινό του. Ο Πλάτωνας εκτιμούσε την αξία τους, ώστε στο προσκεφάλι του ανάμεσα στα κτερίσματά του να τον συνοδεύουν τέτοια έργα. Δημιουργοί της μιμητικής και της όρχησης θεωρούνται επίσης ο Πυλάδης από την Κιλικία και ο Βαθύλος από την Αλεξάνδρεια. Το παραπάνω είδος μικροθεάτρου, όπου κυριαρχεί η έκφραση του λόγου με τον συνδυασμό της κίνησης των ώμων, των χεριών, των δαχτύλων, των γονάτων, του κεφαλιού, του προσώπου, χαρακτηριζόταν με τη φράση «χείρες πάμφωνοι». Η ιλαροτραγωδία γίνεται ιδιαίτερα αγαπητή στους φιλήδονους Ταραντίνους. Η μαγωδία παίρνει το όνομά της από τη «μαγεία» των φράσεων των τελετουργιών και τη γελοιογράφησή τους. Απ’ ό,τι φαίνεται, την ίδια περίοδο αναπτύσσεται και το μικροθέατρο των νευρόσπαστων. Όλα αυτά παίζονται σε μικρούς χώρους, κυρίως σε συμπόσια, για την ευχαρίστηση των καλεσμένων. Οι ιστορίες αυτών των έργων γράφονταν από γελωτοποιούς και μιμούκους. Στη σφαίρα αυτών των ειδών έκφρασης αναπτύσσεται και το παραμύθι, το οποίο δανείζεται πολλά στοιχεία από αυτές τις τέχνες. Οι ιστορίες των τότε παραμυθιών ήταν ιστορίες για μεγάλους. Είναι εμφανής ο απόηχος των μύθων στην πλοκή τους, που αναμιγνύονται με την ιστορία αλλά και τον καθημερινό βίο. Ψυχαγωγούν το λαό μιας και το τραγικό γίνεται μελό, η σάτιρα γίνεται αστείο και γενικά πρόκειται για χοντροκομμένες ιστορίες. Αυτό το λαϊκό δημιούργημα ανθεί στη μεσαία και κατώτερη τάξη. Ο Πλάτωνας φέρεται πολέμιός τους και τα ονομάζει «Μυθεύματα γραιώδη». Το είδος αυτών των μικροθεατρικών εκφράσεων παραμερίστηκε από την ανάπτυξη του θεάτρου, της ποίησης και γενικά των μεγάλων τεχνών, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος στις ιταλικές αποικίες. Ωστόσο, επανέρχεται δριμύτερα και αναπτύσσεται στην Αθήνα μετά το θάνατο του Αριστοφάνη. Περίπου στα 190 π.Χ., στην παρηκμασμένη πια Αθήνα, το ευρύ κοινό ανατρέχει σε ονόματα λογομίμων, θαυματοποιών, μίμων, γελωτοποιών, με αποκορύφωμα το στήσιμο του ανδριάντα του Ευρικλείδη (παίκτη νευρόσπαστων ενός είδους κουκλοθέατρου) κοντά στον ανδριάντα του Αισχύλου. Το 1892 στην Αίγυπτο, ο Αγγλος αρχαιολόγος Κένυεν ανακαλύπτει επτά παπύρους 80-130 στίχων με σύντομες υποθέσεις από την καθημερινή ζωή της μεσαίας και κατώτερης τάξης. Οι ιστορίες αυτές είναι χοντροκομμένες, λιτές και κάνουν το φιάσκο κάτι το φυσιολογικό μπροστά στις ανάγκες της επιβίωσης των ηρώων τους. Υπογράφονται από τον Ηρώνδα τον Συρακούσιο. Στην αττική διάλεκτο το όνομά του ήταν Ηρώδης και ήταν ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της μιμογραφίας της εποχής του. Ο Καβάφης που ζούσε μέσα σ’ αυτόν τον πυρετό των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, εμπνεύστηκε από τα γραπτά του Ηρώνδα και έγραψε το ποίημα:
Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου
Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι εντός του σκότους Αιγυπτίας γης μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής έπληττον οι μιμίαμβοι οι χαριτωμένοι,
…………………………….
Οι ευτράπελοί των τόνοι μας επανέφεραν τας ευθυμίας ελληνικών οδών και αγορών κ’ εκβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν βίον μιας περιέργου κοινωνίας.
………………………………
Αλλον κατόπιν βλέπωμεν αχρείον όστις κατάστημά τι συντηρεί ως άνδρα Φρύγαν εμμανώς κατηγορεί ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.
………………………………….
Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων, πόσον συχνά των μιαρών θηρών βορά έγινε ίαμβος λεπτός ή είρων! Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος διά τα σκώμματα και διά τα φαιδρά, τι σοβαρά μας ήλθεν πληγωμένος!
Ακολουθεί η ρωμαϊκή περίοδος, όπου βασιλεύει ένα πολυεθνικό πολιτισμικό μωσαϊκό. Το σπέρμα τού ελληνικού πολιτισμού είναι εμφανές στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία. Για την ευχαρίστηση της ευρείας λαϊκής μάζας αναπτύσσονται τα κατώτερα είδη τέχνης που εξελίσσονται έτσι σε έντεχνα. Το παραμύθι στην περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης αναπτύσσεται μαζί με άλλα κατώτερα είδη τέχνης, διαμορφώνοντας έτσι το πολυεθνικό μωσαϊκό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αναβαθμίζονται τα κατώτερα είδη τέχνης και γίνονται λαοφιλή, περνώντας στην έντεχνη δημιουργία από ευρηματικούς καλλιτέχνες, όπως το θέατρο των μίμων, το μικροθέατρο, το κουκλοθέατρο, η παντομίμα κ.ά. Η μετέπειτα περίοδος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι ποτισμένη από το θρησκευτικό μένος με ελάχιστες εξαιρέσεις φωτισμένων αυτοκρατόρων και άλλων επιφανών προσωπικοτήτων, που κυβέρνησαν την επίσης αχανή αυτοκρατορία. Προστάτευσαν τη γνώση, τα σύμβολα, τα έθιμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σε αντίθεση με ό,τι φίμωνε και διαστρέβλωνε τη γνώση αυτή. Καταγραφές και αντιγραφές πολύτιμων αρχαίων εγγράφων, όσες διασώθηκαν από την καθολική καταστροφή, κυρίως από αντιγραφείς τρόφιμους μοναστηριών και της αυτοκρατορικής αυλής, μεταφέρθηκαν με διαβολή στα νοήματα, αφού μάλιστα δημιούργησαν και μια νέα γλώσσα που μιμούταν την αρχαία, ανακατεμένη με λαϊκές λέξεις και εκφράσεις, τη λεγόμενη ψευδοαττική. Παρόλο που η πίεση και οι εκφοβισμοί που γίνονταν δεν είχαν το μέγεθος της σκληρότητας της παπικής φεουδαρχίας, τα αποτελέσματα ήταν τόσο καταστροφικά, ώστε να καψαλιστούν τα φτερά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, να αφανιστούν αρχαία αλλά και σύγχρονα συγγράμματα. Ο προοδευτισμός φιμώνεται και οι επαγγελματίες συγγραφείς είναι οι γνωστικοί σοφοί που συντάσσουν θρησκευτικά βιβλία, μιμούμενοι αρχαία κλασικά βιβλία στην ψευδοαττική γλώσσα, κάτι σαν τη γλώσσα των σαλονιών. Η ανάπτυξη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε έναν ωριμότερο χρόνο που η σύνθεση της πολιτιστικής της στόφας μορφοποιείται, φέρνει τη γένεση της αστικής τάξης κατά τον 10ο αιώνα. Απόρροια αυτών των μορφοποιήσεων είναι οι λαϊκές εξεγέρσεις κατά της καλογερικής κυριαρχίας. Η διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων και η ανάπτυξη της οικονομίας φέρνουν την ελευθερία στην έκφραση, κοινωνική και καλλιτεχνική. Τα προηγούμενα είδη λαϊκής δημιουργίας αναπτύσσονται κυρίως στις γιορτές και στα πανηγύρια. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το παραμύθι. Ο τύπος αυτός συγκλίνει πολύ στη σημερινή κλασική μορφή του παραμυθιού, που γράφεται από λογίους κατά παραγγελίαν αρχόντων. Τα κείμενα αυτά έχουν ηπιότερη πλοκή από τα αιμοσταγή και σκληρά λαϊκά και έντεχνα λογοτεχνήματα των δυτικών. Μας καταθέτουν επίσης μια πλούσια κληρονομιά στοιχείων της καθημερινής ζωής της εποχής τους. Ακόμα, στον αυτοσχεδιασμό τους και στην απλοϊκότητά τους έχουν συχνά και ποιητικό λόγο. Η άρχουσα τάξη στο Βυζάντιο ταύτισε την έννοια Ελλάδα, Ελλην με την έννοια του ειδωλολατρισμού, του αφορισμένου, του αιρετικού. Οταν «η Βασιλίς των πόλεων καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει», όπως έγραφε ο Παλαμάς, οι αστοί μάταια με έναν ιδεαλιστικό παροξυσμό προσπαθούν να αναδείξουν την καταγωγή από τον αρχαίο πολιτισμό. Σε εκείνον τον βυζαντινό μεσαίωνα ο έρωτας ήταν θανάσιμο αμάρτημα και χρειάστηκε ειδική συζήτηση σε Σύνοδο για να θεωρηθεί η γυναίκα νομικά άνθρωπος! Το 691 μ.Χ. η Σύνοδος του Τρούλου αποφάσισε να καταργηθεί το θέατρο, όμως στους κόλπους του απλού λαού, όπου δεν είχε ξεχαστεί η ρίζα και οι καταβολές του, καλλιεργείται ο πρόδρομος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παραμύθια, έμμετρα μυθιστορήματα, ποίηση, ιστορικά και σατιρικά κείμενα εμφανίζονται, για να χαθούν μετά μέσα στην ανωνυμία της μάζας και την ατυχία του προφορικού λόγου. Ολίγα θα διασωθούν για να μας δώσουν έναν ανεκτίμητο πλούτο για μετέπειτα ιστορικές και λαογραφικές μελέτες.
Το βυζαντινό παραμύθι έχει δομική συμπεριφορά ανάλογη των αρχαίων ελληνικών και είναι ο πρόδρομος των ύστερων λαϊκών παραμυθιών. Κύριο θέμα τους, ο ιδανικός έρωτας. Στην πλοκή συμβαίνουν υπερφυσικές καταστάσεις που δανείζονται στοιχεία από τους βίους των αγίων. Εχουν μορφή ποιήματος και μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. Οι ήρωές τους βασιλιάδες, βασιλόπουλα, που κερδίζουν μέσα από απίθανες περιπέτειες την κοπέλα που ερωτεύονται. Μαγικά αντικείμενα και καρποί εμφανίζονται στην πλοκή. «…Αν, εις τον κόρφο του κανείς το μήλο τούτο βάλει άπνους νεκρός να γένηται ευθύς παρά της ώρας αν πάλι εις την ρίνα του του νεκρωμένου θέση το μήλο τούτο παρευθύς κανείς, εξανεμήσει…», γράφει σε ένα από τα παλιά έργα τού είδους ο Καλλίμαχος Χρυσορρόης. Εμφανίζεται, λοιπόν, το μαγικό μήλο των προϊστορικών καρπολατρικών θρησκειών της Δήμητρας και του Διονύσου, της μαγείας και οιωνοσκοπίας που συναντάμε στα γνωστά μας παραμύθια των ύστερων χρόνων, αλλά και στη λαϊκή μνήμη. Μαζί με τα ερωτικά αναπτύσσονται τα σατιρικά και διδακτικά κείμενα, έμμετρα και αυτά, οι ήρωες των οποίων είναι τετράποδα ζώα και σατιρίζουν την άρχουσα τάξη, τον κλήρο και την ψευτοηθική. Τα ιστορικά κείμενα όπως το «Χρονικό του Μορέως» ακολουθούν τον ίδιο τύπο γραφής, συχνά με στίχο δεκαπεντασύλλαβο και τα περισσότερα δεν έχουν ιστορική αξία. Σε ένα από αυτά παρουσιάζεται η ζωή του Μεγαλέξανδρου σαν παραμύθι, με τον τίτλο «Η φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η πεζογραφία αναπτύσσεται στα τέλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σημαντικότερη της πεζογραφίας εμφανίζεται η λαϊκή ποίηση. Αυτή τραγουδιέται από το λαό που εναποθέτει σ’ αυτήν τη ζωή του, την ψυχή του, αυτά που τον σηματοδοτούν. Στη γραφή της, τον 7ο αιώνα, διαφαίνεται ο σχηματισμός της νεοελληνικής γλώσσας. Είναι η ώρα όπου εξαφανίζονται οι διακρίσεις των φωνηέντων. Ένας στίχος, όπως του Ομήρου «Ανδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον», με τα νέα μέτρα κρατώντας έναν ρυθμό, γίνεται τον 10ο αιώνα «Ψυχήν είχα κι’ επήρες την καρδιάν και ανέστησές την» και γεννιέται έτσι ο δεκαπεντασύλλαβος. Η λαϊκή έκφραση, το πνεύμα και οι εκδηλώσεις επέζησαν και παραδόθηκαν στις επόμενες γενιές παρ’ όλες τις κατηγορίες και μομφές των πατέρων της Εκκλησίας, ονοματίζοντας το ιπποδρόμιο - σατανοδρόμιο, ή «ψυχοβλαβή του διαβόλου πομπήν» κ.ά. Οι επόμενες γενιές των Ελλήνων που παραλαμβάνουν, διαφυλάσσουν, δημιουργούν και εξελίσσουν το ελληνικό πνεύμα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αναπτύσσουν το παραμύθι στην τελειότερη και κλασική του μορφή. Βασικότεροι λόγοι της ανάπτυξής τους είναι η μαστοριά των Τούρκων στη δημιουργία του παραμυθιού και ότι το παραμύθι λειτουργεί σαν φάρμακο προσωρινής λησμονιάς από τη ζοφερή πραγματικότητα στα χρόνια που δεν έλεγαν να περάσουν. Το Ραμαζάνι των Τούρκων ήταν μια εξαιρετική περίοδος συναγωνισμού των καλύτερων παραμυθιών που άφηναν το κοινό με κομμένη την ανάσα. Με την ανάπτυξη του εμπορίου στη Μεσόγειο, την εναλλαγή κατοχής σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας από Τούρκους σε Ρώσους, Ενετούς, ακόμα και τη μετανάστευση των ίδιων των Ελλήνων, έχουμε εισαγωγή λαϊκών παραμυθιών από διάφορα μέρη της γης, που συγχωνεύονται στη δική μας μυθολογία και τρόπο ζωής. Όμως, το ελληνικό υφάδι αυτών των παραμυθιών δεν είναι ένα ξερό πολιτιστικό δάνειο. Μοιάζει πολύ με τη δανεική πολιτισμική στόφα που μεταναστεύει στους κόλπους της ελληνικής κουλτούρας, τον Καραγκιόζη, και όχι μια άλλη φιγούρα ή θέατρο σκιών στη χώρα μας, αφού ο χαρακτήρας και η μορφή του προϋπάρχουν σε αρχαίες κωμωδίες. Η εικαστική του καρικατούρα αναγνωρίζεται σε απεικονίσεις του Διονύσου και άλλων συναφών μορφών, ενώ αναπλάθεται με το παρόν, το παρελθόν και τα όνειρα της ιστορίας του λαού μας. Έτσι, το παραμύθι κεντιέται πάνω σε στοιχεία της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, των καημών της σκλαβιάς. Στο τετράπλευρο της Μεσογείου αποστάζονται οι ώριμες πια φυλές και πολιτισμοί της Ευρώπης, χωρών της Αφρικής και της Ασίας, ταξιδεύουν όχι μόνο οι κατακτητές και έχοντας εμπορικές διαθέσεις, αλλά και τα παραμύθια. Οι αποσκευές των ταξιδευτών περιέχουν ως είδος συναλλαγής στις ώρες της ανάπαυσης στα χάνια, και στις συναναστροφές τους παραμύθια. Γι’ αυτό συχνά συναντάμε έκπληκτοι παρόμοια έως και τα ίδια παραμύθια σε μια θεμιτή εικόνα του τότε γνωστού κόσμου. Ετσι βρίσκουμε παραμύθια διεθνή όπως η Σταχτοπούτα, όπου η πλοκή τους συνυφαίνεται με στοιχεία ενός ελληνικού τοπίου και ελληνικών εθίμων. Η λέξη Σταχτοπούτα μεταφέρεται στη μυκονιάτικη παραμυθολογία ως Σταχτομπούτα, δηλαδή αυτή που έχει στάχτες στα μπούτια της, ή στην Πελοπόννησο με την ονομασία Σταχτομπιλιαρού, δηλαδή αυτή που έχει στην μπίλια της (ποδιά) στάχτες. Στην Πελοπόννησο αξίζει να σημειώσουμε ότι σε μανιάτικη απόδοση στην πλοκή αναφέρεται ανθρωποφαγία. Επίσης, ο χορός όπου συναντιέται ο πρίγκιπας με τη Σταχτοπούτα, στην ελληνική εκδοχή είναι ένα πρωινό πανηγύρι σε ένα ξωκκλήσι. Στη νεότερη εποχή, μέσους και νέους χρόνους, η έννοια παρηγορώ από τη λέξη παραμύθι υποχωρεί και περιορίζεται σε αυτό που είναι κοντά στο μύθο και τέρπει το λαό. Είναι φανταστικό, διδακτικό, ευτράπελο σε αντίθεση με το μύθο που διδάσκει. Σε αυτά τα παραμύθια συναντά κανείς το απόσταγμα της μνήμης απ’ όλες τις γενιές των Ελλήνων. Το αρχέγονο, το μαγικό, η σοφία, το μυθικό, οι μακρινοί και κοντινοί χώροι μπλέκονται με σύγχρονες πλοκές. Εκεί μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τοπικές παραδόσεις, ψυχοσύνθεση και έθιμα που υφαίνονται σε τοπικά ή διεθνή παραμύθια. Η παρουσία αυτών των στοιχείων είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο, πολιτιστική ομολογία για τη ρίζα, την ύπαρξη και την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Πού και πότε μπορεί να γεννηθούν τα παραμύθια; Παντού και ανά πάσα στιγμή! Στη χώρα μας αυτά τα παραμύθια γεννήθηκαν στα χάνια, στα καπηλειά, στις νυχτερινές βεγγέρες, στα πλοία από μια ναυτική λάμπα, στο φούρνο την ώρα που περίμεναν να ψηθεί το ψωμί, στο μύλο περιμένοντας να αλέσουν το σιτάρι, στα τσαγκαράδικα, στο αλώνι, στον τρύγο, στη στράτα. Ο δημιουργός του είδους, όπως του λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει φύλο. Πολλοί μάλιστα από αυτούς, οι πιο επιδέξιοι δημιουργοί πλοκών χρηματίζονταν από προύχοντες και άρχοντες, για να διασκεδάσουν του ίδιους και τους καλεσμένους τους στις γιορτές τους και στα πανηγύρια. Μέχρι τον 12ο αιώνα, η παράδοση του παραμυθιού είναι προφορική. Η γραπτή τους παράδοση ξεκινάει στην Ευρώπη με επίκεντρο την Ιταλία το 16ο αιώνα, με τους μύθους του Αισώπου – τα ομηρικά έπη μαζί με τις ιστορίες του βασιλιά Αρθούρου, όπου και εκτυπώνονται σε βιβλία. Σταδιακά εξελίσσεται η αναζήτηση και η καταγραφή τους από ευαίσθητους συγγραφείς και παραμυθοσυλλέκτες λαϊκών δημιουργιών ποιητικού και πεζογραφικού λαϊκού λόγου με απαράγραπτα τα στοιχεία εθνικής ταυτότητας. Ετσι συλλέγεται η περιφρονημένη έως τότε λαϊκή χρυσή κληρονομιά – θρύλος – παραδόσεις – τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες κ.ά. Οι καταγραφείς αυτοί συχνά δίνουν τον προσωπικό τους τόνο και χρωματισμό στην καταγραφή τους. Ρίχνοντας μια σύντομη ματιά για να κατανοήσουμε τι και πώς συνέβη στο πέρασμα αυτού του παλιρροϊκού κύματος στην Ελλάδα, ξεχωρίζουμε τρεις κυρίως καταγραφείς του είδους. Καταγραμμένος ανάμεσα στους «Αθανάτους» της Γαλλικής Ακαδημίας, ο Σαρλ Περό γεννήθηκε τα 1628 στο Παρίσι, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και κατέγραψε τα παραμύθια που κατέγραψαν αργότερα οι αδελφοί Γκριμ. Είναι οφθαλμοφανές ότι γράφτηκαν για τη διασκέδαση της αυλής των Βερσαλλιών χωρίς να εξαλείφεται το ηθικό δίδαγμα ή κάποιος βαθύτερος στόχος, κάτι αντίστοιχο με αυτό που γινόταν στην αρχαία Ελλάδα. Ο Σαρλ Περό εξακολουθεί να είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα και άρχισε να γίνεται γνωστός τη δεκαετία του ’80. Τηρεί ένα παραμυθιακό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί μια σκληρή περιγραφή, ώστε τα κείμενα αυτά να είναι πιο κοντά σε ενήλικο αναγνωστικό κοινό και όπως είναι αυτονόητο στην πρωτόλεια μορφή τους. Η περίοδος που ο Σαρλ Περό ζει και κάνει αυτό το λειτούργημα είναι η περίοδος της Αναγέννησης του Διαφωτισμού του Γερμανικού ρομαντισμού και εν γένει των νέων θεωριών της οικονομίας και εξουσίας. Ακολουθούν οι γνωστοί σε όλους μας αδελφοί Γκριμ και Αντερσεν. Οι αδελφοί Γιάκομπ και Βίλχεμ Γκριμ, γεννημένοι το 1785 και 1786 αντίστοιχα παρουσιάζονται σαν συνδημιουργοί που συλλέγουν και καταγράφουν παλιά ποιήματα και άλλα λογοτεχνήματα του παρελθόντος, μελέτες και την ιστορία της γερμανικής γλώσσας. Οι Γκριμ, ενώ συλλέγουν με πρόθεση να προσφέρουν στα παιδιά, περιγράφουν με φανερή σαδομαζοχιστική ικανοποίηση διάφορα βασανιστήρια, πράγμα που είναι γνωστό από τις παραδόσεις των παραμυθιών του μεσαίωνα μέχρι εκείνη την εποχή και πίστευαν ότι τα παραμύθια ήταν ο τελευταίος απόηχος των αρχαίων «άγριων μύθων» εκείνη την εποχή. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κατά τη μεταφορά τους στην ελληνική γλώσσα παραχαράσσεται η σκληρότητά τους. Ο Αντερσεν, ο παραμυθοσυλλέκτης με την παραμυθένια ζωή γεννήθηκε το 1805 στη Δανία, σε ένα περιβάλλον φτωχό και λαϊκό – γαλουχήθηκε από τη λαϊκή παράδοση, μεγάλωσε με τα λαϊκά παραμύθια, μαγεύτηκε από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, δεν κατέγραψε τα λαϊκά παραμύθια όπως πολλοί της εποχής του, αλλά τα ανέπτυξε, τα ζωντάνεψε. Ο Αντερσεν είναι ο πρώτος επώνυμος, έντεχνος λαϊκός παραμυθάς… ξαναϊστορεί παλιά παραμύθια, η ποιητικότητα και ευφυΐα του συναντά τη ρεαλιστική περιγραφή τοπίων, εποχών. Η ευρηματικότητα και δεξιοτεχνία του γκρεμίζει τον ρομαντισμό δίνοντάς στα παραμύθια μια κοινωνική διάσταση και κριτική. Την ίδια περίοδο αυτών των καταγραφών μέσα από το αυξημένο ενδιαφέρον για μύθους, ιστορία, παραδόσεις που πλουτίζουν τη σύγχρονη τέχνη τους εικαστικά, λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, όπερα, ξεκινάει και η διάθεση για την περιπέτεια. Ταξίδια με σασπένς, ρομαντισμό και περιέργεια ποτίζουν τα αισθήματα των πρώτων περιηγητών που ξεκινούν από την Ευρώπη για τη Μεσόγειο με πρώτο και σημαντικό σταθμό σε όλους την Ελλάδα, την κοιτίδα του ευρωπαϊκού και άριου πολιτισμού… που έχει ξεκινήσει με το κίνημα του αρχαιολατρισμού του Διαφωτισμού. Πρώτος συλλέκτης και εκδώσας ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια φέρεται ο Αυστριακός Johan Georg Von Hahn (1811 – 1869). Ο Johan ήλθε στην Ελλάδα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπηρέτησε στο ελληνικό Δημόσιο και χρημάτισε πρόξενος στα Ιωάννινα και στη Σύρο. Ασχολήθηκε ένθερμα σαν πάρεργο με τη συλλογή ελληνικών παραμυθιών και κατέγραψε τα οδοιπορικά του στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Στο έργο του αντιμετωπίζει τη δυσπιστία των κατοίκων και την άρνηση να του πουν παραμύθια μήπως και φανούν κατώτεροι. Αυτό όμως δεν συνέβη και από τις γυναίκες που πρόθυμα του έδωσαν την πληροφόρηση. Ο Αγγλος φιλόλογος και σχολιαστής R.H. Dawkins που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λαογραφία έγραψε: «Οι Ελληνες έβαλαν στα παραμύθια τους τόσο πολύ από το χαρακτήρα και τη σκέψη τους που ό,τι για τους άλλους λαούς ήταν μια ψυχαγωγία για τα παιδιά, στην Ελλάδα αποτέλεσε μια απασχόληση των μεγάλων». Η αρχή του παραμυθιού ξεκινάει όπως στα παλιά Θέατρα με μια φράση απλή: Απόψε θα σας πω το… ακολουθεί ο τίτλος και οι μαγικοί στίχοι ανάλογα με το ποιο γεωγραφικό σημείο ή γεγονότα της εποχής ή την αστειότητα, παραδείγματος χάριν οι θαλασσσινοί έλεγαν: Καλησπέρα πρίμα πλώρα με τα παλικάρια όλα καλησπέρα νοικοκύρη τίμιε καραβοκύρη Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας…
ή Θα σας πω ένα παραμύθι Το κουκί και το ρεβύθι…
ή Μια φορά κι ένα ζαμάνι Είχαν οι Τούρκοι ραμαζάνι Κι οι Ρωμιοί Πάσκα Κι οι Εβραίοι Φάσκα.
Μια άλλη: «Καλή αρχή του παραμυθιού Καλησπέρα της αφεντιάς σας.»
Ή «Για να μην τα πολυλογούμε γιατί η νύχτα είναι μικρή και τα παιδιά νυστάζουν κι άλλα σειώνται κι άλλα ξιώνται κι άλλα πρίμυτα κοιμώνται.»
Και φυσικά τη γνωστή σε όλους μας αρχή «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει και την καλή σας συντροφιά να την καλησπερίσει.»
Το παραμύθι καταλήγει κατά 99% σε happy end με τις στερεότυπες εκφράσεις:
…Και ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα ή πιο λαϊκά…
Ούτε εγώ ήμουν εκεί ούτε εσείς για να το πιστέψετε ή στίχοι όπως: Ψώματα κι αλήθεια ετσά ν’ τα παραμύθια ή στίχοι που έχουν συγγένεια με φράσεις από τα καραγκόζικα αστεία. «Παραμύθι μύθαρος η κοιλιά σας πίθαρος.» ή Κι’ ετρώγαν και επίναν κι εψοφούσαν απ’ την πείνα…
ή φράσεις απομυθοποίησης όπως: «Έτσι είναι τα παραμύθια ούλο αλήθειες! Κι αν δεν πιστεύεις άκουσε: Η γάτα γέννησε τ’ αυγά κι’ η όρνιθα τα ’ρίφια.»
Αλλά πρέπει να αναφέρουμε και το μάτισμα… που αυτό έκανε τα παραμύθια μεγαλύτερα. Το μάτισμα του παραμυθιού ήταν το πέρασμα μιας άλλης ιστορίας ή παραμυθιού στο κυρίως παραμύθι.
Όπως φαίνεται τα παραμύθια κι αν έχουν επίλογο μοιάζουν να μην τελειώνουν ποτέ. Ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν γράφει στο βιβλίο του «Αγορά του ποιητή», στο οδοιπορικό του στην Ελλάδα, το 1841: «Οι Ελληνες ας θυμούνται πάντα πως η χώρα αυτή γεφυρώνει την Ευρώπη με την Ανατολή και χρέος τους είναι να κρατούν κάθε ανατολικό στολίδι… Εμεινα ένα μήνα στην Αθήνα. Τα πράγματα είχαν κανονιστεί έτσι ώστε στις 2 Απριλίου που είναι τα γενέθλιά μου να βρεθώ πάνω στον Παρνασσό… Η φύση μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ενιωθα ότι τριγύριζα πάνω σε ένα μεγάλο πεδίο μάχης όπου πολέμησαν έθνη και καταστράφηκαν. Κανένα ποίημα δεν μπορεί να αποδώσει ένα τέτοιο μεγαλείο. Κάθε καμένη ρεματιά, κάθε ύψωμα, κάθε λιθάρι είχαν να σου διηγηθούν τις αναμνήσεις τους… Με πλημμύριζε ένας πλούτος από ιδέες και μια πληρότητα που δεν κατάφερα να μεταφέρω στο χαρτί…» Μαρίνα Πετρή 2001-2003
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΔΙΑΒΑΖΩ (Δεκαπενθήμερη έκδοση) Αριθμ. 108 19-12-84. - Γιώργου Ιωάννου – Παραμύθια του λαού μας – Αθήνα 1987. - Κυριάκου Κάσση – Το ελληνικό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1940, Αθήνα 1983. - Ελένης Δανδουλάκη-Ουσταμανωλάκη – Παραμύθια της Κρήτης, Αθήνα 1982. - Ανθολογία Ελληνικών Παραμυθιών – Οδηγητής, Αθήνα 1982. - Johann Georg von Hahn – Ελληνικά παραμύθια – Αθήνα 1991 - Perrault – Τα παραμύθια του Perrault Aθήνα 1985. - Νίκου Μπελογιάννη – Οι πρώτες μακρινές ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας - Αθήνα 1979. - Ντίνου Ψυχογιού – Περί γοητειών και μαντείας – Λεχαινά 1989. - Κ. Μητσάκη – Ο Ομηρος στη νέα ελληνική λογοτεχνία – Αθήνα 1976. - Τάσου Ν. Πετρή – Προϊστορικό θέατρο – Μύκονος 1988. - Rene Puaux – Ελλάδα γη αγαπημένη των θεών – Αθήνα 1995 - Χάρη Πάτση – Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 1971 - Αθανασίου Φωτιάδου – Καραγκιόζης ο πρόσφυγας – Αθήνα 1977. - Ι. Μ. Χατζηφώτης – «Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία» Αθήνα 2002. Αλέξανδρου Κ. Παπαδόπουλου – «Ο Αλβανικός εθνικισμός και ο οικουμενικός Ελληνισμός» Αθήνα 1994.
|