ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ στην Ελλάδα Σαν ήμουνα μικρό παιδί κι εγώ… κάθε άνοιξη ή καλοκαίρι έκανα ένα ταξίδι-προσευχή στην αρχαία Δήλο, ταξιδεύοντας με ένα καΐκι από τη Μύκονο, για να ζήσω την κοσμοπολίτικη αυτή αρχαία πόλη. Εκεί ζωντάνευαν όλα, ένιωθα ότι στα στενά σοκάκια της μόλις εκείνη τη στιγμή είχε στρίψει στη γωνία ένας χλαμυδοφόρος. Πως κάποια γυναίκα έβγαζε νερό στη μωσαϊκή αυλή του σπιτιού της απ’ το πηγάδι της στέρνας στη γωνία. Ακουγα τις φωνές ενός θεατρικού θιάσου που μόλις είχε φτάσει για να φιλοξενηθεί στο σπίτι με τις μάσκες (των ηθοποιών) και να ανεβάσει μια καινούργια παράσταση. Μου ’ρχόταν η μυρωδιά του κρασιού, του λαδιού, της ελιάς, του σιταριού από τα πέτρινα μέτρα και σταθμά μέσα στα οποία αυτά μετριόντουσαν στην αρχαία αγορά ανάκατα με τις μυρωδιές των θυμιαμάτων στο ναό του Απόλλωνα και άλλων θεών. Συζητήσεις ακούγονταν μπροστά στις στοές-προξενεία τού τότε γνωστού κόσμου, όμως μέσα σε αυτό το πολιτισμικό φως υπήρχε κάτι που έριχνε μια βαριά σκιά στην ψυχή μου και το ένιωθα σαν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο νησί και όταν έφευγα! Ήταν οι σφηνωμένοι κρίκοι στο κράσπεδο του λιμανιού της Δήλου, οι κρίκοι που έδεναν τους δούλους και δεν μπορούσα να χωνέψω ότι μέσα στο φως αυτό του πολιτισμού υπήρχαν δούλοι.
Πέρασαν χρόνια προσπαθώντας να συνθέσω αυτό το παζλ του πολιτισμού και να κλείσω όσα κενά μπορούσα και ακόμα ψάχνω... Αυτό τη σύνθεση άρχισα να την επεξεργάζομαι όταν συνειδητοποίησα τη διαφορά των λέξεων δουλεύω και εργάζομαι. Αυτός που εργάζεται παράγει και δημιουργεί έργο, ενώ αυτός που δουλεύει βρίσκεται σε δουλεία κατ’ εντολή κάποιου άλλου και λειτουργεί σαν ένα ζωντανό εργαλείο. Οι δούλοι στα αρχαία χρόνια, στα περισσότερα μέρη ήταν περισσότεροι από τους ελεύθερους πολίτες, με μια ειδοποιό διαφορά: οι Έλληνες όχι απλώς εργάζονταν, αλλά υπήρχαν και περίοδοι που νομοθετήθηκε τιμωρία για τους άεργους. Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για τη δουλεία είναι τόσο πολύτιμες όσο και οι πληροφορίες που θα βρούμε κάποια στιγμή όταν θα αποκρυπτογραφηθεί πλήρως η Γραμμική Γραφή Α΄ της Κνωσού, αφού στα παλάτια της Κνωσού βρίσκουμε τις πιο αρχαίες και ολοκληρωμένες περιγραφές πάνω στις πήλινες πλάκες των ανακτόρων για τη δραστηριότητα των δούλων μέσα στο αρχαίο κοινωνικό πλέγμα πολιτείας! Όπως και στην Πύλο, τη Θήβα και τις Μυκήνες που μας αποκαλύπτουν την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική δομή των κοινωνιών. Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ως ένδειξη του ανθρώπινου όντος που στιγματίζεται με την έννοια δούλος, δεν είναι λίγες. Άλλες χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο και άλλες λιγότερο. Η λέξη ανδράποδο, το ον με τα ανθρώπινα πόδια, συγγενεύει με το τετράποδο στη σύνθεση της λέξης πόδια και στο γεγονός ότι αυτό είναι ένα ον αιχμάλωτο από κάποια αδυναμία του ως προς τον ελεύθερο πολίτη. Από τη λέξη teojo doerola, δηλαδή δούλος του θεού (διάφορων θεών), παίρνουν το όνομά τους οι ιεροί δούλοι που διαφοροποιούνται από τους ιδιωτικούς. Η λέξη δούλος και δούλη συνηθίζεται στην κλασική εποχή και δηλώνει τον αιχμάλωτο που ανήκει σε κάποιον, αλλά όχι τον κρατούμενο (αντίθετη της λέξης ελεύθερος). Δορύλατος, αυτός που ήταν δούλος από πολύ μικρή ηλικία. Η λέξη οικέτης, οικάτας ή οικεύς δηλώνει τον υπηρέτη του οίκου (μόνο σε αρσ. γένος). Σπανιότερα, συναντάμε τη λέξη θεράπων (αρσενικό) και θεράπαινα (θηλυκό). Η πιο περιορισμένη σε χρήση, με συναφή έννοια, είναι η λέξη λάτρις που αποδιδόταν ακόμα και στη μίσθωση ή τη δουλεία. Ακόμα υπήρχε η λέξη αμφίπολος ή πρόσπολος (- συντρόφισσα) και δμως (αρσενικό), δμώη (θηλυκό).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τα άψυχα (όργανα) εργαλεία, π.χ. τη σαΐτα ενός αργαλειού που παράγει κάτι, από τα έμψυχα, δηλαδή, τον δούλο, που είναι ανώτερος από τα άψυχα, αλλά είναι εξίσου αντικείμενο ιδιοκτησίας, όργανο που ενεργεί με προ-αίσθηση και κατ’ εντολή. Η ύπαρξη των δούλων είναι μια άλλη κατηγορία ζωντανών όντων (ή ζωντανών επίπλων) δίπλα στους Έλληνες πολίτες και με το πρώτο και επιπόλαιο βλέμμα μπορεί να σοκαριστεί κανείς για το πώς στην κοινωνία που κόπτεται για τη γένεση της δημοκρατίας οι δούλοι είναι απαραίτητο κοινωνικό αξεσουάρ. Να πώς ο δούλος παρουσιάζεται σε ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Μητρόδωρου: «Ο δούλος είναι αγαθό αναγκαίο, αλλά όχι ευχάριστο». Ο δούλος είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ελεύθερου ανθρώπου, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα βάρος υποχρέωσης για τη συντήρησή του, τροφή, ένδυση κ.λπ., αν συλληφθεί για κάτι που έπραξε, αν γίνει φυγάς, αν αρρωστήσει, αν πεθάνει, ακόμα και για να καθοδηγηθεί στην παραγωγή και στις δραστηριότητές του. Οι Αριστοτελικές ιδέες περί δουλείας μαζί με το Ρωμαϊκό δίκαιο «βόλεψαν» την ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών αποικιών και αργότερα την εγκαθίδρυσή της (της δουλείας) στον Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών. Πιθανώς, οι ιδέες αυτές μπέρδεψαν πολλούς ιστοριοδίφες συγγραφείς και ιστορικούς που έβαζαν μπροστά την ηθική του 18ου αιώνα για να κατανοήσουν τι ακριβώς γινόταν στην αρχαιότητα και «βόλεψαν» μάλιστα στην ανάπτυξη των ανθελληνικών θεωριών. Ήρθε κι έδεσε και ο Μαρξ στο τέλος με ειδικό προπαρασκευαστικό κείμενο για το έργο του «Γκρούντισε» και ειδικότερα για το κεφάλαιο «Μορφές που προηγούνται της καπιταλιστικής παραγωγής», άλλοτε σκιαγραφώντας και άλλοτε προσπαθώντας να εμβαθύνει στην «πρωτογενή κοινωνία», στον «γερμανικό» και στον «αρχαίο» τρόπο παραγωγής χωρίς να βλέπει ότι το ένα ήταν κύημα και παράγωγο του άλλου – δηλαδή στάδια διαδοχής των πολιτισμών από τον δούλο, στον δουλοπάροικο, στον καπιταλισμό (μας). Στην αρχαιότητα η λέξη δουλεία ήταν ασαφής όσον αναφορά τα όριά της και συχνά διφορούμενη. Όπως φαίνεται οροθετήθηκε την κλασική περίοδο στην Αθηναϊκή δημοκρατία με συγκεκριμένους νόμους. Δούλος είναι ο πλήρως υποταγμένος σε κάποιον που έχει κάποια δικαιώματα ελευθερίας. Ο αριθμός των δούλων που κατείχαν οι ιδιώτες ή η πολιτεία αυξομειωνόταν ανάλογα με την περίοδο και τις καταστάσεις, χωρίς να έχει σταθερό αύξοντα αριθμό. Υπάρχουν διάφορες καταγραφές και υπολογισμοί ανάλογα με τα φορολογικά κιτάπια των εποχών, αλλά όπως είχε πει ο Ντέιβιντ Χιουμ: «Πολλές από τις βάσεις υπολογισμών που χρησιμοποιούν οι διάσημοι συγγραφείς δεν είναι διόλου καλύτερες από τις εικόνες του αυτοκράτορα Ηλιογάβαλου, όταν επιχειρούσε να εκτιμήσει το τεράστιο μέγεθος της Ρώμης με βάση δέκα χιλιάδες λίβρες ιστών αράχνης που είχε βρει μέσα στην πόλη». Η μεγάλη ανάπτυξη της δουλείας γίνεται κυρίως την κλασική και ελληνιστική περίοδο και αυτή είναι κατά κύριο λόγο η Αθηναϊκού τύπου δουλεία. Λέγεται ότι την 117η Ολυμπιάδα, κατά την απογραφή που έκανε ο Δημήτριος Φαληρεύς στην Αττική, κατοικούσαν 21.000 Αθηναίοι – 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι! Τα νούμερα δεν φαίνεται να αποκλίνουν πολύ από την πραγματικότητα, αφού ο Αριστοτέλης λέει στην Πολιτεία των Αιγινητών ότι οι δούλοι ανέρχονταν στους 470.000! Το 431 ο αριθμός των δούλων μειώθηκε λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αργότερα, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο αριθμός αυτός μεγάλωνε αργά αλλά σταθερά και κάπου στα τρία τέταρτα του 4ου αιώνα ανήλθε από τις 20.000 στις 400.000, δηλαδή αναλογία ένα προς τρία σε σχέση με τους πολίτες ή τέσσερις δούλοι σε κάθε νοικοκυριό. «Πωλείται δούλος σε φτηνή τιμή» μπορούσε να δει κανείς στις μικρές αγγελίες εκείνης της αρχαίας εποχής. Και μη νομίζετε ότι ο δούλος ήταν κάτι φτηνό για να σου ανήκει και να τον συντηρείς εκείνα τα χρόνια. Ο δούλος έπρεπε να είναι καλά ντυμένος ανάλογα, φυσικά, με το είδος της εργασίας, και μάλιστα τα ρούχα του κόστιζαν ακριβά. Το 400 π.Χ. σε μια οικογένεια ενός ζευγαριού με δύο παιδιά, οικιακή βοηθό και ένα δούλο, πλήρωναν για τη χλαίνη του δούλου 7 δρχ., για δερμάτινους χιτώνες από 3 έως 4,5 δρχ. και 6 δρχ. το ζευγάρι τα παπούτσια τους. Οι δούλοι είχαν ένα όνομα και ελάχιστες φορές έφεραν το όνομα του πατέρα τους. Τις περισσότερες φορές το όνομά τους συνοδευόταν από το όνομα του κυρίου τους (στη γενική), σε αντίθεση με τους ελεύθερους πολίτες που έφεραν το όνομά τους, το πατρώνυμό τους (στη γενική) και επίθετο τον τόπο καταγωγής τους. Ετσι αναφέρονταν σε δημόσια και νομικά έγγραφα και φυσικά στην πλάκα ταφής τους. Τα ταφικά έθιμα, όμως, και η ανάγλυφη απεικόνιση του νεκρού γίνονταν όμοια με αυτά των ελεύθερων πολιτών.
Αν κάνει κάποιος «ζουμ» στη ζωή μιας αρχαίας πόλης θα βγάλει λάθος συμπέρασμα θεωρώντας πως οι γυναίκες-δούλοι υπερτερούν αριθμητικά ως προς τους άνδρες δούλους, καθώς τα σπίτια σφύζουν από γυναικείο προσωπικό δούλων. Όμως, στην πραγματικότητα όλη η περιφέρεια, τα κτήματα, τα εξοχικά, τα εργαστήρια κατασκευών, ακόμα και οι λογιστές, πολλές φορές και δικηγόροι, ήταν άντρες δούλοι. Πώς καταμεριζόταν, όμως, η εργασία των δούλων και οι αποδοχές τους; Ας ξεκινήσουμε από τις γυναίκες που διαχωρίζονται σε δούλες, υπηρέτριες και θεραπαινίδες. Εκτός από την ένδυση και την τροφή στη μισθωτή εργασία τους λάμβαναν κάποια αμοιβή και άλλα βασικά είδη, ενώ έμεναν στα σπίτια των κυριών τους. Οι συνήθεις εργασίες τους ήταν η ύφανση, το άλεσμα του κριθαριού με χειρόμυλο - τροφός και άλλες οικιακές δουλειές, είχαν μάλιστα και επιστάτες δούλους. Πολλές από αυτές τις γυναίκες προέρχονταν από αιχμάλωτες πολέμων άλλων φυλών, τις περισσότερες φορές όχι Ελλήνων, μεγάλος αριθμός έγιναν από ελεύθερους πολίτες δούλες, πολλές μάλιστα τις πουλούσαν και οι ίδιοι οι γονείς τους. Ειδικά την εποχή του Σόλωνα υπήρχε μεγάλη οικονομική ανέχεια. Οι πλούσιοι δάνειζαν με υψηλούς τόκους τους φτωχότερους, κυρίως τους γεωργούς που έχαναν ό,τι είχαν και δεν είχαν και στο τέλος αναγκάζονταν να βάλουν ως εγγύηση του δανείου τούς εαυτούς τους ή τα μέλη της οικογένειάς τους, αφού δεν είχαν πια τίποτε άλλο. Έτσι πολλοί αυτόχθονες Έλληνες κατέληξαν δούλοι. Ο Σόλωνας με τον νόμο ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ απαγόρευσε το δανεισμό με εγγύηση το σώμα, καταργώντας τη δουλεία ανάμεσα σε άτομα της ίδιας φυλής. Αμέσως μετά έγινε και νομισματική μεταρρύθμιση. Ο Σόλωνας κατάργησε ακόμα τα δάνεια που είχαν συναφθεί εκείνη την περίοδο με εγγύηση ανθρώπους, έτσι απελευθερώθηκαν πολλοί δούλοι. Οι δούλοι σαν εμπόρευμα εξετίθεντο στις αγορές για να πωληθούν στο λίθο πώλησης. Δηλαδή, οι έμποροι έφερναν το εμπόρευμα-δούλο ή δούλη πάνω στο λίθο πώλησης όπου ο πωλητής δουλέμπορος επαινούσε τα προτερήματά του, ακόμα ανέφερε και κάποιο ελάττωμά του. Αν υπήρχε κάποιο ελάττωμα το οποίο καλυπτόταν τότε ο δουλέμπορος βρισκόταν κατόπιν καταγγελίας μπροστά στο δικαστήριο. Στο «λίθο πώλησης» κρινόταν η τύχη των δούλων, δηλαδή σε τι δουλειά θα κατέληγαν και στα χέρια ποιου κυρίου. Η αγοραπωλησία δούλων στην αρχαιότητα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μια ειδική κατηγορία δούλων ήταν και οι δημόσιοι, κάτι σαν τους σημερινούς δημοσίους υπαλλήλους, τους οποίους σημάδευαν με τη δημόσια σφραγίδα για να αναγνωρίζονται, αυτοί δεν ήταν και λίγοι (όπως ακριβώς και σήμερα κατ’ αναλογία). Υπήρχαν 1.200 Σκύθες, αστυνόμοι, φύλακες αρχείων, λογαριασμών, τερμάτων, βοηθοί αρχόντων, αξιωματούχων της πολιτείας, διοικητές τραπεζών, προϊστάμενοι κρατικών μεταλλείων, εργατών μεταλλείων και άλλων εργαστηρίων. Δούλος νέος και γεροδεμένος (μέχρι 25 χρόνων) κόστιζε πάνω κάτω 150 δρχ., ένας κουρασμένος της ίδιας ηλικίας 100 δρχ. Μια πανέμορφη δούλα 300 δρχ., αν ήταν Β΄ κατηγορίας και κακοντυμένη 150 δρχ. Υπήρχαν δούλοι κατάλληλοι για υπάλληλοι του κράτους, έμποροι, για γεωργικές και άλλες εργασίες, οικιακοί βοηθοί, για τις βιοτεχνίες, υπήρχαν τιμές συμφέρουσες για σύνολο δούλων κ.λπ. Πωλούνταν ακόμα και παιδιά στην τιμή των 50-70 δρχ. Οι μέτοικοι ήταν μια κατηγορία δούλων, κάτι σαν τους σημερινούς μετανάστες, οι οποίοι έφταναν στις πόλεις προς εύρεση εργασίας από άλλες φυλές ή πόλεις, ήταν δηλαδή ξένοι. Τέτοιοι ήταν ο Αναξαγόρας, ο Πρωταγόρας, ο Ιππίας, ο Αριστοτέλης, ο Ιππόδαμος κ.ά. Αυτοί δούλευαν με χαμηλή αμοιβή - μισθό για το είδος της εργασίας τους και είχαν την υποχρέωση να πληρώνουν έναν ειδικό φόρο, το μετοίκιο. Τα παιδιά των μεταναστών ακόμα και αν δούλευαν, δεν πλήρωναν μετοίκιο τα ίδια, αλλά η μητέρα τους.
Αν κάποιος από αυτούς έκανε μια νομική παράβαση, το κράτος είχε δικαίωμα να τον πουλήσει για να το διώξει ακόμα και να τον σκοτώσει, όπως θα δούμε στις τιμωρίες των δούλων. Με αυτόν τον τρόπο πουλήθηκε κάποτε και ο Διογένης! Όπως είπαμε, οι ελεύθεροι πολίτες είχαν πάρα πολλούς δούλους. Έτσι πολλοί από αυτούς απέφεραν στους κυρίους τους κέρδη, αφού τους νοίκιαζαν σε εταιρείες λατομείων για το κτίσιμο των δημόσιων κτιρίων. Το μίσθωμα που έπαιρναν οι δουλοκτήτες λεγόταν αποφορά. Ο αριθμός των ενοικιαζόμενων δούλων δεν ήταν ευκαταφρόνητος και μια περιγραφή του Ξενοφώντα στους Πέρσες μάς κάνει να φανταστούμε την αναλογία ανάμεσα στους δούλους και τους ελεύθερους. «Ο Νικίας του Νικηράτου ήταν κύριος 1.000 δούλων στα μεταλλεία αργύρου, που τους μίσθωνε στον Σωσία από τη Θράκη, με αμοιβή έναν οβολό την ημέρα στον καθένα (δηλαδή 1.000 οβολούς την ημέρα, δηλαδή 167 δρχ. την ημέρα). Ο Ιππόνικος είχε 600 δούλους που απέδιδαν μία μνα ημερησίως (δηλ. 100 δρχ.), ενώ ο Φλαμονίδης είχε 300 δούλους και εισέπραττε μισή μνα ημερησίως (50 δρχ.) και άλλοι πολλοί…» Αυτά τα κέρδη από τους δούλους ήταν αμύθητα. Οι δούλοι αυτής της κατηγορίας είχαν τη χειρότερη μοίρα γιατί στο τέλος εξαντλούνταν και πέθαιναν κάτω από τη βαριά σωματική δουλειά και τις κακές συνθήκες διαβίωσης. Επιλέγονταν πάντα οι νεότεροι και δυνατότεροι, αλλά πολύ γρήγορα με συνεχή ωράρια και χωρίς διακοπές - διαλείμματα στις υπόγειες σήραγγες και τα χτυπήματα (μαστιγώματα) που δέχονταν από τους επιστάτες (άλλη κατηγορία δούλων) έχαναν τη δύναμη και την ευρωστία τους, γερνούσαν, χωρίς ελπίδα για επιστροφή στον επίγειο κόσμο και η προσευχή τους ήταν να πεθάνουν το συντομότερο. Τα μισθωτήρια ή πωλητήρια των δούλων-ανδράποδων κλείνονταν με συμβόλαια, τα οποία ήταν τόσο λεπτομερή όσο στις σημερινές μισθώσεις ακινήτων, όπου και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν για την κατάσταση του ανδράποδου και υπήρχε και ένα τρίτο πρόσωπο που υπέγραφε ως εγγυητής ώστε να μην αναγραφεί άλλη τιμή ή δοθεί σκάρτο εμπόρευμα. Πάνω στην τιμή αγοράς ή μίσθωσης υπολόγιζαν και πρόσθεταν ειδικό αστικό φόρο. Ποιος δούλος ήθελε τη ζωή του; Κανείς, ακόμα και οι πιο τυχεροί, δηλαδή αυτοί που ζούσαν στον πυρετό της πόλης μέσα σε καλή διαβίωση, δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο παρά την ελευθερία τους. Στην Αρχαία Αθήνα οι νόμοι για παράπτωμα ήταν ίδιοι για τους δούλους και τους ελεύθερους, δηλαδή δημόσια μαστιγώματα με εμφανείς τις πληγές στο σώμα, για τους κλέφτες και παντός είδους λωποδύτες προβλεπόταν τιμωρία με αποτυμπανισμό. Οταν συλλαμβάνονταν να δραπετεύουν η σημαντικότερη τιμωρία ήταν μαστίγωμα με όχι λιγότερες από 100 βουρδουλιές και στιγματισμός (με καυτή σφραγίδα) του μετώπου τους (εξ ου και η φράση «έχω καθαρό το μέτωπό μου»).
Η σφράγιση γινόταν πάντα σε όλους τους δούλους, πιθανώς όχι πάντα στο μέτωπο, για να φαίνεται ποιος είναι ο κύριός τους (όπως γίνεται μέχρι σήμερα στα ζώα, και στο γραμμικό κώδικα των προϊόντων). Άλλος βασανισμός ήταν το δέσιμο με «πέδες», δηλαδή κάτι αντίστοιχο με τις σημερινές χειροπέδες, και «ποδάκη», αντίστοιχα δεσμά για τα πόδια. Σε σκληρότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν τον «ζήλο», αυτός είχε πέντε τρύπες όπου δέσμευαν τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι και φυσικά υπήρχαν και πολλά άλλα αξεσουάρ βασανιστηρίων (κάτι σαν να λέμε πρόδρομοι των μεσαιωνικών). Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν δούλους μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι δούλοι χρειάστηκαν κυρίως στον στρατό, όπου η θέση τους και η ζωή τους ήταν πολύ επισφαλής. Ασχολούνταν με όλες τις εργασίες συντήρησης των στρατοπέδων και ήταν συχνά η συνοδεία στρατηγών και γενικά αξιωματούχων του στρατού. Αυτοί ήταν κυρίως νοικιασμένοι δούλοι. Τότε επειδή η θνησιμότητά τους και ακόμα η απόδραση ήταν μάλλον πανεύκολη, ανάλογα με το γεωγραφικό σημείο που βρίσκονταν ή την επικινδυνότητα των μαχών, τελειοποιήθηκε το σύστημα ασφάλισης των δούλων. Ανάλογα με την αξία τού ενός ή του συνόλου των δούλων γίνονταν και τα ασφάλιστρα. Το ετήσιο ασφάλιστρο του ενός δούλου για ένα χρόνο ήταν 8 δρχ. Όσο περισσότερους δούλους είχε κάποιος στην κυριότητά του προς ασφάλιση, τόσο αναπροσαρμοζόταν και η ασφάλιση. Διαφοροποίηση στα ασφάλιστρα γινόταν και ανάλογα με την επικινδυνότητα των στρατοπέδων όπου θα δούλευαν. Η ασφάλιση αυτή μοιάζει πολύ με τον σύγχρονο τύπο ασφάλισης, με τη διαφορά ότι δικαιούχος ήταν ο δουλοκτήτης και ασφαλιζόμενος το ανδράποδον. Και το όνομα των ασφαλιστικών εταιρειών σατραπεία. Σε περίπτωση απόδρασης του δούλου έπρεπε να τον αντικαταστήσει ή να πληρώσει αποζημίωση στον κύριό του. Υπήρχε και μια κατηγορία δούλων που εργαζόταν στους ναούς, οι ιερόδουλες, που ζούσαν μάλλον καλύτερα απ’ όλους τους άλλους μαζί με κάποιους οικιακούς βοηθούς (από εκεί βγαίνει και η φράση Ιερόδουλος, η Αφροδίτη είχε πολλές Ιερόδουλες).
Δούλος θεωρείται μεταφορικά και ο εραστής, αφού η αρέσκεια, το πάθος, η αγάπη σε κάνουν ένα είδος ακόλουθου δούλου της αγάπης για τον άλλο, μία αντίστοιχη φράση της σύγχρονης «σ’ αγαπώ» ήταν το επισφράγισμα που έκανες τον εαυτό σου ένα είδος κτήματος του άλλου. Έδωσαν ποτέ ελευθερία νόμιμα στους δούλους; Πολλοί μετά από καλή σχέση που είχαν με τους δούλους τους, τους έδιναν την ελευθερία τους, αλλά και πάλι δούλευαν με ένα είδος μισθού, δεν είχαν δικαιώματα όπως να ψηφίζουν κ.ά., αφού ήταν απλά ξένοι. Ο Λυκούργος με ψήφισμα πέρασε από τη Βουλή τον νόμο περί απελευθέρωσής τους και τους αναγνώριζε ως ελεύθερους, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ πράξη! Οι Έλληνες πάντα διακήρυτταν ότι ήταν οι αυτόχθονες της χώρας που τους γέννησε από τα σπλάχνα της, και πώς θα ήταν δυνατόν ένας ξένος ή ένας βάρβαρος να διασπούσε την καθαρότητα της φυλής τους; Ένας συρφετός από σκέψεις έρχεται και μας οδηγεί στο ερώτημα αν οι Έλληνες είχαν σκεφτεί ποτέ έναν κόσμο χωρίς δούλους. Κάτι σαν τον Μουσουλμανικό παράδεισο γεμάτο γκιουζέλ και πιλάφι ή τον εβραιοπολυφορεμένο παράδεισο. Ε, λοιπόν, ναι! και έναν και δύο και τρεις και τέσσερις και παραπάνω παραλλαγές τέτοιων παραδείσων στους οποίους Αθηναίοι και Σπαρτιάτες δεν διαφέρουν και πολύ στις περιγραφές τους και φαλλοκρατικές απόψεις τους. Οι μεν πρώτοι είχαν φανταστεί (λέτε να αληθεύει;) ότι την εποχή του Ηροδότου, όταν δεν είχαν εγκατασταθεί νότια οι Πελασγοί στη Λήμνο, ο κόσμος ήταν σε μια φυσική κατάσταση όπου δεν χρειάζονταν υπηρέτες, αλλά… έστελναν τις γυναίκες τους να φέρουν νερό απ’ την πηγή με τα εννιά στόματα. Οσο για τις πελοποννησιακές κοινωνίες πολύ εύστοχα ο κωμικός ποιητής Φερεκράτης (σύγχρονος του Αριστοφάνη) γράφει πως σκεφτόταν τον τόπο χωρίς δούλους. «Τον καιρό εκείνο κανένας δεν είχε σκλάβο, ούτε από τη Μάνη ούτε από τη Σέκη, οι γυναίκες(!) έπρεπε να φορτωθούν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Εκείνες έπρεπε να αλέσουν το στάρι, από το χάραμα το χωριό αντηχούσε από το θόρυβο των μύλων τους». Φυσικά υπήρχαν πολλές άλλες κωμωδίες και περιγραφές κειμένων διάσημων ή επώνυμων συγγραφέων της αρχαιότητας που άλλοτε διακωμωδούν, άλλοτε περιγράφουν μια ζωή που όλα θα λειτουργούν αυτόματα όπως στα παραμύθια. Ένα γλαφυρό παράδειγμα είναι το απόσπασμα από τα «άγρια πουλιά του Κράτη». Α: Επιπλέον κανείς δεν θα κατέχει δούλο ή δούλα… Θα κάνω όλα τα αντικείμενα να ταξιδεύουν… Κάθε εργαλείο θα πλησιάζει μόνο του όταν το καλούν. «Τραπέζι παρουσιάσου, στρώσου μόνο σου! Σακούλι με αλεύρι άρχισε να πλάθεσαι! Κανάτα άδειασε! Πού είναι η κούπα; Θέλεις να πας να πλυθείς! Ζύμη, φούσκωσε! Χύτρα (πρέπει να σου ρίξουμε τις βρούβες! Ψάρι προχώρα! Μα ακόμα δεν ψήθηκα από την άλλη μεριά! Βιάσου λοιπόν, να γυρίσεις και να αλατιστείς και να αλειφτείς με λάδι». Η ουτοπία όμως παρέμενε πάντα ουτοπία και οι Έλληνες το γνώριζαν καλά ότι ο ουμανισμός δεν θα έφτανε ποτέ σε παραδείσια αγγίγματα, έτσι το μόνο που κατάφεραν ήταν να συντάξουν κατά καιρούς θεωρίες περί αρετής πολιτών όπως τα πολιτικά του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και άλλων οι οποίες όμως δεν αποποιούνται την ύπαρξη της δουλείας ποτέ… αλλά προτείνουν συμπεριφορές και νόμους.
Στις προηγούμενες σημειώσεις για τον τρόπο που φανταζόντουσαν τον κόσμο χωρίς παράδεισο, το πιο τραγελαφικό σημείο είναι η εκούσια υπόδουλη γυναίκα ως φύλο. (Η μόνη κοινωνία στην οποία ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο και οι νόμοι ήταν ισότιμοι σε άνδρες και γυναίκες ήταν η Μινωική της Κρήτης, που επηρέασε και όλο τον Αιγαιικό κόσμο όπου κυριάρχησε η μητριαρχία.) Έτσι και οι κωμικοί θεατρικοί συγγραφείς προσπαθώντας να στιγματίσουν φυλετικές και ανθρώπινες αδικίες, έχουν τόσα να γράψουν για τις καταπιεσμένες γυναίκες ώστε και εκεί οι δούλες παραμένουν τα ζωντανά έπιπλα. Ειδικά στο αθηναϊκό σύστημα, οι γυναίκες ήταν μάλλον ένα είδος «θύματος» δούλου, αφού ήταν σχεδόν πάντα κλεισμένες στον γυναικωνίτη και αν έβγαιναν από το σπίτι τους έπρεπε ειδικά οι νέες παντρεμένες (αυτές που περνούσε η μπογιά τους), να κυκλοφορούν με καλύπτρα, μαντίλα, πέπλο που έκρυβε το πρόσωπό τους. (Αυτή την καλύπτρα κληρονόμησαν οι Βυζαντινές και κατόπιν οι Μουσουλμάνες.) Εκτός από τα αντικείμενα που είναι αυτοκινούμενα υπάρχουν πολλές μαρτυρίες «μυθικές κατά πολλούς» και για την ύπαρξη ρομπότ ή ενός είδους ρεπλίκας, δηλαδή ανθρώπινου ομοιώματος: α) στα Έργα και Ημέραι ο Ησίοδος περιγράφει στην Πανδώρα ανδροειδές (ανθρώπινο ομοίωμα) που εργαζόταν σαν δούλος, β) ο Αριστοτέλης, τους αυτόματους ανθρώπους του Δαιδάλου και γ) ο Όμηρος αναφέρει τους τρίποδες που έκαναν τις δουλειές στο εργαστήρι του Ήφαίστου, κ.ά. Άραγε είχαν ποτέ οι δούλοι βρει κατά κάποιο τρόπο ή σε κάποιο χρόνο την ελευθερία τους, δηλαδή να ’ρθουν τα πάνω κάτω; Ε, λοιπόν θα ξαφνιαστείτε. Ναι! (μεν αλλά)… κάτι σαν τα σημερινά συλλαλητήρια που γίνονται… αλλά κανένας σκοπός δεν επιτυγχάνεται… Υπήρχαν γιορτές της αντιστροφής, της κυριαρχίας όπου οι δούλοι γινόντουσαν κύριοι για μερικές μέρες και οι ελεύθεροι δούλοι. Οι γιορτές ήταν βραχύχρονες όσο να φτιάξεις και να ζήσεις ένα όνειρο και να πιστέψεις πως βραχυπρόθεσμα θα γίνει πραγματικότητα. Ο Πλάτωνας μας μιλάει για την εποχή του Ησίοδου, δηλαδή όταν βασίλευε ο Θεός Κρόνος, την εποχή που οι άνθρωποι έπαιρναν άφθονη τροφή από τα δέντρα και τη βλάστηση χωρίς να χρειαστεί να καλλιεργήσουν τη γη. Τότε δημιουργήθηκαν οι γιορτές στις οποίες οι δούλοι συνέτρωγαν με τους κυρίους τους, οι οποίοι τους υπηρετούσαν κιόλας. Όπως φαίνεται πίσω από αυτή την ιστορία κρύβεται μια μακρινή ξεχασμένη πραγματικότητα, αφού παραλλαγή αυτής της γιορτής έχουμε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Στην Αρχαία Αθήνα τέτοιες γιορτές γίνονταν τα τέλη του μήνα Ιουνίου. Στην Κρήτη, οι γιορτές αυτές λέγονταν Έρμαια, όπου οι δούλοι κατά τη διάρκεια τους μπορούσαν να μαστιγώνουν ακόμα και τους κυρίους τους, τους ελεύθερους πολίτες. Στη Θεσσαλία οι γιορτές ονομάζονταν «των Πελώριων» όπου οι ελεύθεροι δεν συνέτρωγαν και εξυπηρετούσαν μόνο τους δούλους αλλά και κάθε ξένο ακόμα και τους φυλακισμένους. Σε ορισμένα χωριά μας μέχρι σήμερα υπάρχουν γιορτές όπου οι γυναίκες κάνουν τις δουλειές των αντρών και οι άντρες των γυναικών.
Στα Καρναβάλια από τα αρχαία Διονύσια υπήρχαν γιορτές που συμμετείχαν ως ελεύθεροι οι δούλοι. Φυσικά, οι δούλοι χαιρόντουσαν την ερωτική ελευθερία στα συμπόσια, όταν τα πράγματα με το πέρας της ώρας γινόντουσαν ανεξέλεγκτα και ο οίνος έτρεχε άκρατος και συμμετείχαν και αυτοί στις συνευρέσεις των εταίρων (συχνά διάσημων) με τους αφέντες τους. Σύμφωνα με ένα ανέκδοτο του Ηροδότου, οι δούλοι κάποτε εξισώθηκαν με τους κυρίους τους και βρέθηκαν οι μεν απέναντι στους δε σαν ίσος προς ίσο. Αυτό έγινε στη χώρα των Σκύθων, όταν οι αρσενικοί κύριοι ελεύθεροι πολίτες έφυγαν για πόλεμο και έλειψαν πολλά χρόνια, τόσα που στο τέλος οι γυναίκες τους «τα βρήκαν» με τους υπηρέτες τους και τεκνοποίησαν. (Φυσικά, ουδέποτε αναγνωρίστηκε ένα τέτοιο παιδί ως ελεύθερος πολίτης.) Σαν επέστρεψαν, λοιπόν οι κύριοι στη χώρα τους, αντιμετώπισαν ένοπλη αντίσταση από τους δούλους που είχαν πάρει τη θέση τους. Απ’ ό,τι φαίνεται τα πράγματα ήταν δύσκολα μιας και οι μεν και οι δε είχαν την ίδια δύναμη των όπλων και όλα έδειχναν ισοπαλία(!) μέχρι που ένας από τους κυρίους άφησε τα όπλα και έβγαλε ένα μαστίγιο… τότε οι δούλοι τα ’χασαν σαν τον μιμηθήκαν και οι άλλοι κύριοι, πέταξαν τα όπλα, το ’βαλαν στα πόδια και γύρισαν στις θέσεις τους! Τον Μεσαίωνα, δηλαδή τη Βυζαντινή περίοδο, μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα αναπτύσσεται μια διοίκηση όπου κυβερνάει ο δυνατότερος, αυτό σήμαινε ο γενναίος, ριψοκίνδυνος ιππότης, αυτός που μπορούσε να κατακτήσει τη γη και γινόταν ο κύριός της, ο κυρίαρχος των κατοίκων της. Ιεραρχικά μοίραζαν τη μεγάλη έκταση σε φέουδα και τιμάρια, δηλαδή θέματα της γης σε ευπατρίδες, ευγενείς και αξιωματούχους που λεγόντουσαν φεουδάρχες ή τιμάριοι. Αυτόματα οι χωρικοί και γενικά οι κάτοικοι της περιοχής γινόντουσαν δουλοπάροικοι. Ξέρετε, «δούλοι» απλώς δεν μπορούσαν να υπάρξουν εκείνη την εποχή, αφού ο χριστιανισμός, η θρησκεία των ανθρώπων της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας είχε καταδικάσει το κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας. Και άλλαζε ο Μανολιός και έβαζε τα ρούχα του αλλιώς, αφού όπως φαίνεται δυο τρεις προύχοντες μετέτρεπαν τους κατοίκους ολόκληρων περιοχών που ζούσαν σαν χωρικοί καλλιεργητές στα χωράφια τους σε δούλους με το όνομα δουλοπάροικος! Οι κάτοικοι των φέουδων βρίσκονταν σε μικρότερα τμήματα γης τα οποία διαιρούσαν οι φεουδάρχες, τα πλόιμα και επαρχίες τα οποία είχαν κάθε ένα τον άρχοντά τους και τον στρατό τους. Οι δουλοπάροικοι ήταν δέσμιοι της γης που ήδη ζούσαν και ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται εκεί κυρίως καλλιεργώντας την για τους φεουδάρχες και με ό,τι τους απέμενε ανάλογα με το μέγεθος της απληστίας του κάθε άρχοντα έπρεπε να ζήσουν όπως όπως. Δεν είχαν την ελευθερία να φύγουν από την περιοχή και εκτός από τα αγαθά που έδιναν στους άρχοντες πλήρωναν και φόρους!!! Επίσης, τους απαγόρευαν να παντρευτούν άντρα ή γυναίκα από την ανώτερη τάξη. Εκείνη την περίοδο μέσα στην κακοδιοίκηση του Βυζαντίου και την αποδυνάμωση από διάφορες εξωτερικές επιθέσεις άλλων λαών ή εσωτερικές διαμάχες, η χώρα βρισκόταν απροστάτευτη και στο έλεος των πειρατικών επιδρομών. Έτσι οι δουλοπάροικοι μαζί με τους υπαλλήλους του κράτους, τους άρχοντες, τους τιμάριους και τους φεουδάρχες έρχονται στιγμές που έχουν κοινή μοίρα στα χέρια των πειρατών. Οι πειρατές που επέδραμαν στο Βυζάντιο και εισέβαλαν απ’ όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα από ανατολικά και νότια, Τούρκοι, Άραβες και Σαρακηνοί, από βόρεια οι Ούνοι και οι Γότθοι, από τα δυτικά οι Σικελοί. Όσους κατοίκους δεν εξανδραπόδιζαν, βίαζαν, έσφαζαν στο πέρασμά τους, τους αιχμαλώτιζαν και τους πήγαιναν για σκλάβους. Όπως ήταν φυσικό από τους αιχμαλώτους κρατούσαν τους νεότερους, δυνατότερους άνδρες, τις ομορφότερες και δυνατές γυναίκες για πώληση. Τους γέρους συνήθως ή τους ανήμπορους αν τους είχαν συλλάβει και τους είχαν μαζί τους στο πλοίο συνήθως για αστείο τους έβαζαν σε τσουβάλια με πέτρες και τους πέταγαν στη θάλασσα. Αν κάποιοι γεροντότεροι είχαν καλή υγεία και ήταν άξιοι για κάποια δουλειά, συνήθως τους πούλαγαν έστω και σε χαμηλότερη τιμή, για βοηθούς σε οικιακές εργασίες. Φυσικά κάποιοι από τους «επώνυμους» και πρώην πλούσιους δούλους κατάφερναν να ξαναβρούν την ελευθερία τους όταν και εάν οι συγγενείς τους, τους ανακάλυπταν ή εάν τους ενημέρωναν οι άρπαγες, δίνοντας ένα γερό αντίτιμο. Μετά την πρώτη πτώση του Βυζαντίου, της Κωνσταντινούπολης και των περισσότερων θεμάτων (νομοί) το 1204 από τους Φράγκους, η κατάσταση με τους πειρατές όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά αυξήθηκαν σε κατηγορίες αφού προστέθηκαν σε αυτούς τα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία άρχισαν να παίρνουν σχήμα, μορφή, εθνική συνείδηση και ισχύ – εκτός από τους χαρακτηρισμένους πειρατές της κάθε φυλής και η ίδια … νόμιμα έβγαζαν τα προς το ζην με την ευχή κατεβάζοντας τη σημαία του κράτους τους και ανεβάζοντας πειρατική σημαία και έτσι επιδίδονταν όλοι σε … πειρατεία με αποτέλεσμα το εμπόριο των δούλων να ανθίζει όσο ποτέ νόμιμα πια, φέρνοντας κέρδη και στο ίδια τα κράτη. Η πειρατεία, σύλληψη και πώληση δούλων στην Ελλάδα κράτησε μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, όταν ο Όθωνας καταπάτησε την πειρατεία. Φυσικά μέχρι να επανακτήσει η Ελλάδα τα υπόλοιπα κομμάτια της μετά το 1910, η γη περνάει στα χέρια των μεγάλων τσιφλικάδων και η δουλοπαροικία αν όχι με αυτό το όνομα υφίσταται άτυπα. Άνθρωποι – οι δούλοι του Θεού!
Μέσα στις εξαιρετικές εφευρέσεις και φιλοσοφικές αναλύσεις των αρχαίων Ελλήνων είναι και οι Ισμοί – το συλλαβικό κομματάκι – ισμός που κολλάει σε μια λέξη για να δείξει μια δεύτερη γένεση ιδέας που δημιουργεί το ανθρώπινο μυαλουδάκι (π.χ. κλασικό – κλασικισμός) που δεν αντέχει την ειρηνική συνύπαρξη με την ελευθερία του. Έτσι ενώ στις απαρχές της ιστορίας ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος ανάμεσα στα ζωάκια, δεν έλεγχε τα ένστικτα και τις κακίες του, δεν αμειβόταν ο καλός, δεν τιμωρούνταν ο κακός, έφτιαξαν λοιπόν τους νόμους. Αλλά ούτε οι νόμοι τηρήθηκαν από τους πονηρούς. Τότε με τη σειρά τους εφευρέθηκαν οι Θεοί και οι φυσικές καταστροφές έγιναν η οργή του στους αμαρτωλούς. Κι όλα αυτά τα συνακόλουθα έγιναν γιατί ο άνθρωπος δεν άντεχε να στέκει όρθιος μπροστά στο χάος και να απολαμβάνει την ακατανόητη άβυσσο στην οποία είναι κομμάτι της και δημιουργήθηκαν ο Πολυθεϊσμός, ο Ιουδαϊσμός – ο Χριστιανισμός – ο Μωαμεθανισμός. Πολύ χαριτωμένα και πικάντικα ο Αριστοφάνης στους προσκυνημένους στους Ισμούς γράφει: «Μα τι έχουν αυτοί και βλέπουν συνέχεια κάτω; Ψάχνουν να βρουν όσα είναι κάτω από τη γη… Και γιατί ο κώλος τους κοιτάει τον ουρανό; Γιατί αυτός από μόνος του σπουδάζει αστρολογία…» Και έτσι παρ’ όλη την προσπάθεια πραγματοποίησης ουτοπικών πολιτειών και κάποιων πολιτικών ιδεαλ-ισμών με ανθρωπιστικά ιδεώδη που άντεξαν βραχυπρόθεσμα, δεν υπήρξε κοινωνία στα μήκη – πλάτη και χρόνια της γης που να μην ανέπτυξε φεουδαρχ-ισμό αν όχι κατά συνέχεια και συνέπεια σε διάφορα στιγμές της ιστορίας αλλάζοντας πρόσωπα, μάσκες, ονόματα. Οπως φαίνεται δεν άλλαξε η όρεξη του ανθρώπου να κατακτήσει και να έχει κτήμα του τον άλλον. Η ελευθερία έχει να κάνει με την προσωπικότητα του καθενός, αλλά ένας Αίσωπος δεν φτάνει. Στα καφενεία που φωνασκούν οι Έλληνες για τα δικαιώματά τους, μόλις περάσει από μπροστά ένας δήμαρχος ή άρχοντας του τόπου οι πιο πολλοί λουφάζουν ή δεν ξέρουν πώς να πουν τι… Ο Φιλόσοφος Αντισθένης τον 4ο αιώνα που διαπραγματεύεται το θέμα «Περί ελευθερίας και δουλείας» μας αφήνει τη φράση-κληροδότημα: «Ο άνθρωπος που φοβάται τους άλλους είναι δούλος εν αγνοία του». Και ο Βρύσωνας γράφει κάτι που ισχύει αιώνια ακόμα και για τον άνθρωπο των πιο σύγχρονων πόλεων, Λονδίνο – Νέα Υόρκη – Τόκιο κ.λπ. «Δούλος ονομάζεται κανείς με τρεις τρόπους. Γίνεται ή είναι δούλος, είτε σύμφωνα με τον νόμο, είτε από τον χαρακτήρα της ψυχής του, είτε εξουσιαζόμενος από τα προσωπικά πάθη της.
|