Ο μυστικός (ή) άγνωστος Πειραιάς (Μέρος α΄)
Ο αρχαίος Πειραιάς Πειραιάς, μια πόλη που στέκει περήφανη δίπλα στην καρδιά της Ελλάδας, την Αθήνα, παίζοντας το ρόλο του θαλασσινού πνεύμονά της, που μάλιστα κάποτε, τα αρχαία χρόνια, στην παράλληλη και σεμνή ανάπτυξή της δίπλα της, τέθηκε θέμα αν θα έπρεπε να είναι αυτός η πρωτεύουσα! ΄Έζησα στην αγκαλιά αυτής της πόλης χωρίς να είμαι βέρα Πειραιώτισσα, με τον ίδιο τρόπο που υιοθέτησε φαμίλιες, κυρίως νησιωτών και Πελοποννήσιων, που έφτασαν και αναπτύχθηκαν εκεί, δίνοντας και σε ολόκληρες περιοχές το όνομα του τόπου τους, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, πριν και μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους. Πρόκειται για τις αρχοντικές και ανερχόμενες οικογένειες των νησιών, που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν κοντά στην εξέλιξη και τον πολιτισμό… αλλά φυσικά και πάλι σε ένα θαλασσινό μέρος, αφήνοντας πίσω τις μικρές πατρίδες τους που τις σκίαζε ο ανελέητος ανταγωνισμός της ατμοπλοΐας. Ο δικός μου Πειραιάς εξελίχθηκε γύρω από το σπίτι της γιαγιάς, λίγο πριν, κατά τη διάρκεια της χούντας και μετέπειτα. Τον έζησα με τις γραφικές του γειτονιές, τα χαμόσπιτα με τα κεραμίδια, την αγορά, τα αρχοντικά, τους δεντροφυτεμένους δρόμους και τις πλατείες του, τα τρία λιμάνια του, τους απλούς μεροκαματιάρηδες της αγοράς του λιμανιού, τους περιπλανώμενους γαλατάδες της γειτονιάς, τους κουλουρτζήδες, τους καστανάδες, τη μυρωδιά της κανέλας, του σαλεπιού, τα ψαράδικα, τα κοφίνια με τα πεσκέσια και τα αποδοσίδια που έστελναν οι συγγενείς μας από τα νησιά, τα μαγαζιά με τα μοντελάκια εποχής, το σφύριγμα των καραβιών, τους παφλασμούς από τα καΐκια, τις βάρκες, τα κότερα. Με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη στην αλάνα της Πηγάδας, τους ήχους της πιτσιρικαρίας, τα κάλαντα, τα αξεπέραστα καρναβάλια την εποχή του Σκυλίτση∙ τις λαμπερές παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο, που στα παιδικά μου μάτια σε μια παράσταση του Χανς και της Γκρέτελ μια μάγισσα την κατάπιε το πηγάδι πάνω στη σκηνή του θεάτρου. Εζησα τα εφοπλιστικά γραφεία, τη δεκαετία του ’60, που αναπτύχθηκαν σε ορόφους πολυκατοικιών και ακόμη κάθε ανήλιο γραφειάκι τής Ακτής Μιαούλη, όπου ανέπτυξαν τα εφοπλιστικά τους όνειρα τόσοι νησιώτες, κάνοντας τον Πειραιά πρώτο λιμάνι της χώρας και της Μεσογείου, υπερσκελίζοντας έτσι τη Σύρο, που ήταν το επίκεντρο μέχρι τότε. Βλέπετε, ο Πειραιάς αντανακλούσε σε κάποιο βαθμό κάτι από το νησί τους. Και δεν θα μπορούσε αυτόν τον μικρο-μεγαλόκοσμο να τον αγκαλιάσει άλλος τόπος παρά ένα άλλο νησί που να τον χωράει ολόκληρο. Ο Πειραιάς στην πραγματικότητα είναι νησί∙ μέχρι και σήμερα το νιώθει κανείς από τα κομβικά σημεία της οδού Πειραιώς και της λεωφόρου Ποσειδώνος, από το σημείο του Φαλήρου που είναι κάτι σαν γέφυρα που ενώνει τον Πειραιά με την υπόλοιπη Αττική. Το ίδιο το όνομά του μαρτυρεί τη νησιωτική γεωλογική μορφή του. Είναι λέξη που προέρχεται από τη φράση «Διά - περάν» κατά άλλους «Πέραν - ρέω» και το ρήμα περαιώ, διαπεραιώνω= μεταφέρω ανθρώπους από νησί σε άλλη ξηρά, αφού αυτή η γη χωριζόταν από τα αττικά παράλια με μια ελώδη περιοχή (ρευστή), το Αλιπέδιο (σημερινό Φάληρο). Από τους παιδικούς και εφηβικούς μου περιπάτους στο Πασαλιμάνι και στην αγορά του Πειραιά, ακόμη ακούω τις φωνές της γιαγιάς, του παππού και της θείας μου, που κρατώντας με από το χέρι έλεγαν δείχνοντας: «Αυτό το σπίτι που βλέπεις χτίστηκε από μια Μανιάτισσα, ήρθαν με ένα τρύπιο βρακί στον Πειραιά και φτιάχτηκαν με το λαδεμπόριο. Πάντρεψαν την κόρη τους με έναν καπετάνιο Συριανό, πήραν το πίσω οικόπεδο και δες τι πολυκατοικία έφτιαξαν. Αυτό εδώ είναι της ξαδέλφης μας της Βαγγελίτσας, ήταν το πατρικό της, η αδελφή της τής πούλησε το μερίδιο και το έδωσαν αντιπαροχή. Αυτό είναι το Παλαιό Ταχυδρομείο, εδώ η Γαλλική Σχολή, εδώ ήταν το Ρολόι του Πειραιά. Αυτά που βλέπεις πίσω σου είναι τα αρχαία τείχη. Στις στριφτές μεταλλικές σκάλες των σπιτιών μαζεύονταν οι κοπέλες και διάβαζαν στο φλιτζάνι το μέλλον, νωρίς το απόγευμα...» Στον Πειραιά, παρελθόν, παρόν και μέλλον μπερδεύονται και συμβιώνουν. Έτσι, η ελληνική ιστορία και τα σόγια έφταναν τις ρίζες μας μέχρι τη Μαντώ Μαυρογένους, τον Κολοκοτρώνη, τον κάθε γνωστό και άγνωστο στρατιώτη, τις προτομές των καλλιτεχνών και επιστημόνων και στο τέλος βγαίνανε ξαδέλφια μας ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής, ο Ιππόδαμος, ο Κόνων, καμιά φορά και η Ακρόπολη! Οι χριστιανισμός συνυπάρχει με τα Θεμιστόκλεια Τείχη. Αυτά τα τείχη που έκλεισαν κάποτε μέσα τους την προϊστορία του τόπου. Τους Πελασγούς, τους Θράκες, τους Μίνωες και τους Βοιωτούς. Τα τείχη αυτά αγκάλιασαν τον αρχικό οικισμό της περιοχής, της οποίας οι πρώτοι αρχηγοί ήταν ο Μούνιχος και ο Ηετίων, και «πολιούχος» θεός της ο Ηρακλής ο Τετράκωμος. Δηλαδή, των τεσσάρων κωμών, για τους περισσότερους τρεις μεγάλους. Με το πέρασμα των χρόνων λατρεύτηκαν πολλοί θεοί και φυσικά χτίστηκαν αριστουργηματικοί ναοί για χάρη τους. Δέκα επτά τον αριθμό ήταν οι θεότητες, από τις οποίες μόνο οι έξι ήταν ελληνικές! Με πρώτη τη λατρεία του Διός του Σωτήρος, που ήταν ο πατέρας των θεών και ο Σωτήρας - προστάτης της πόλης, τον παρακαλούσαν στις δύσκολες μέρες, του έταζαν στα ταξίδια, στα δικαστήρια, στις μάχες. Λατρευόταν, επίσης, και η Άρτεμις η Μουνιχία, η θεά που προστάτευε το λιμάνι της Μουνιχίας. Ειρωνεία της τύχης, αφού πέρασαν χρόνια και έγιναν μελέτες, αποκαλύφθηκε πως ο ναός της ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Ναυτικός Όμιλος. Το χάλκινο άγαλμά της εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, έργο του γλύπτη Ευράνορα, στον κατεστημένο ρεαλιστικό τύπο της κλασικής εποχής. Έχει κάτι, μια ζωντάνια στα μάτια, που νιώθεις ότι σε παρακολουθούν, ενώ περιφέρεσαι στο χώρο και ένα χτένισμα κοτσιδάκια – κότσο, που κάποτε το είδε η Τζάκι Κένεντι και το ζήλεψε, αλλά… όπως λένε οι φύλακες του Μουσείου, ο προσωπικός της κομμωτής δεν μπόρεσε ούτε αυτήν την τέχνη των Ελλήνων να αντιγράψει! Το γλυπτό αυτό βρέθηκε μαζί με άλλα θαμμένα στο έδαφος, εκεί όπου έσκαψαν για τα θεμέλια του ναού της Αγίας Τριάδας. Άλλη θεότητα ήταν η Αφροδίτη η Εύπλοια, το ιερό της οποίας βρέθηκε μπροστά στην Ηετιώνεια Πύλη. Η Αφροδίτη αυτή προστάτευε τη ναυσιπλοΐα. Όσο και αν αυτό σας φαίνεται παράξενο, με την ίδια έννοια η Αφροδίτη παίρνει τα επίθετα Πόντια, Πελαγία, Λιμενία. Ακόμη υπήρχε ναός της Εστίας και του Διονύσου και της Αφροδίτης της Κνίδιας (ναός που ιδρύθηκε από τον Κόνωνα για τη νίκη του στην Κνίδο, εναντίον του Σπαρτιάτη Πείσανδρου το 394 π.Χ.). Οι περισσότεροι έχουν ακουστά τη Σπηλιά του Παρασκευά, όπου εκεί βρισκόταν το γνωστό Βολάνειο ή Σηράγγειο, τεχνητή σπηλιά - συγκρότημα ιαματικών λουτρών πίσω από την παραλία Βοτσαλάκια. Αφιερωμένο σε έναν άλλο λατρεμένο θεό των Πειραιωτών, τον Ασκληπιό, με φήμη και κύρος, ήταν και ένα θαυμάσιο κτίριο, ο ναός του Ασκληπιείου, από τα πιο ονομαστά τού τότε Ελληνισμού. Ιδρύθηκε περίπου το 420 π.Χ. και εκεί λατρεύονταν επίσης οι θεραπεύτριες θεές κόρες του Ασκληπιού, Ιασώ, Ακεσώ, Πανάκεια και Υγεία, και οι γιοι του Μαχάονας και Ποδαλείριος. Μέχρι το 1888, οι επιχωματώσεις είχαν καλύψει το ναό πάνω στον οποίο, στη νοτιοανατολική πλευρά του Πασαλιμανιού, στις παρυφές της Καστέλλας, ήταν χτισμένος ο κινηματογράφος Αελλώ και πρωτύτερα το θέατρο Τσόχα. Τότε ήταν που ανακαλύφθηκε στα θεμέλιά του το άγαλμα του Ασκληπιού. Οι ανασκαφές προχώρησαν και σύντομα βγήκαν στην επιφάνεια αναθηματικές επιγραφές και αφιερώματα στον θεό Ασκληπιό. Αποκαλύφτηκαν, ακόμη, η κάτοψη οικήματος που μαρτυρούσε ότι εκτός από το ναό υπήρχε χώρος ίασης και περίβολος. Να σας πούμε αν μπορείτε να τα δείτε; Α, όχι! Δεν γίνονται τέτοια πράγματα στην Ελλάδα! Ούτε φωτογραφία του τόπου δεν διασώθηκε, όπως είπαμε στην αρχή του άρθρου μας. Το άγαλμα του Ασκληπιού, που βρέθηκε εκεί, είναι μαρμάρινο και αποτελείται από τον κορμό και το κεφάλι. Πιθανολογείται ότι ποτέ δεν υπήρξε ολόκληρο το άγαλμά του και ότι αυτό τοποθετήθηκε δύο χρόνια μετά την ίδρυση του Ασκληπιείου και ήταν μάλλον λατρευτικό και όχι αναθηματικό γλυπτό. Στον χώρο αυτό πριν από τον Ασκληπιό λατρεύονταν ο Απόλλωνας και ο Ερμής. Ακόμη, σε σχέση με τον Ασκληπιό λατρευόταν και η θεά Δήμητρα, όπως φαίνεται από αναθηματικό ανάγλυφο. Επίσης, βρέθηκαν και αναθηματικά αγάλματα και του Μειλίχιου Δία. Στο ναό αυτό οι θνητοί έδιναν προκαταρκτική θυσία (πρόθυση) τα «ποπάνα» κάτι σαν τα «αντίδωρα» προς όλους αυτούς τους θεούς - και ανάλογα με τα τελετουργικά προσέφεραν τα κηρία, γλυκά κατασκευασμένα με συστατικό το μέλι, τα νηφάλια, υγρές σπονδές νερόμελου ή γάλακτος και τα αρέστηρα, είδη γλυκισμάτων. Όσον αφορά τις θεραπείες στο Ασκληπιείο είχαν μεγάλη ζήτηση στον Πειραιά, στην Αθήνα και στα περίχωρα. Οι ασθενείς που συνέρρεαν έμπαιναν σε ειδικά προγράμματα ίασης, ενώ με την άφιξή τους έκαναν θυσία στον θεό και μετά ακολουθούσε η μέθοδος «Περί την καθ’ ύπνον μαντική», διαδικασία στην οποία έμπαινε ο ασθενής ώστε να δει στον ύπνο του τον θεό Ασκληπιό, που έδινε τις κατάλληλες οδηγίες για τη θεραπεία του, ή ακόμη μπορούσε να ξυπνήσει γιατρεμένος. Την περίοδο του μεγάλου λοιμού 430-29 π.Χ. ο θεός Ασκληπιός λατρεύτηκε όσο ποτέ, ενώ αυτό επαναλήφθηκε και στους ελληνιστικούς χρόνους, ποτέ όμως δεν ξεπέρασε τα μεγάλα Ασκληπιεία της Κω, της Επιδαύρου και της Περγάμου. Ποιοι όμως έφεραν και λάτρευαν τους 11 ξένους θεούς και ποιοι από αυτούς ήταν οι διασημότεροι; Οι κάτοικοι του Πειραιά, μιας και αυτή η λιμενούπολη δεν ήταν μόνο ανοιχτή στις εμπορικές συνδιαλλαγές, δέχονταν τους άλλους πολιτισμούς χωρίς να έχουν ίχνος ξενοφοβίας. Οι μετανάστες που ζούσαν και εργάζονταν στον Πειραιά ήταν δύο κατηγοριών ─ συνολικά τον 4ο αιώνα ανήλθαν στα τρία τέταρτα του πληθυσμού και στηρίχθηκαν από τους πολιτικούς, αφού βοηθούσαν στην ανάπτυξη του τόπου. Αυτοί χωρίζονταν σε μέτοικους, δηλαδή σε αυτούς που έκαναν μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη και, φυσικά, αν και δεν ψήφιζαν, υπόκεινταν σε φορολογικούς δασμούς καθώς ανέπτυσσαν εργασιακά ενδιαφέροντα όμοια με αυτά των νόμιμων πολιτών και σε παρεπίδημους, αυτοί δηλαδή που καταγράφονταν σε ειδικούς καταλόγους, δεν είχαν δικαιώματα ανάπτυξης εμπορίου, εκτός εάν πλήρωναν ειδικούς φόρους, και η «πράσινη κάρτα» τους είχε ημερομηνία λήξης. Ταφικές πλάκες, αλλά και ταφικά μνημεία μαρτυρούν το πέρασμα και των δύο τύπων μεταναστών, οι οποίοι μαζί με τα ήθη και τα έθιμά τους έφεραν και την τοπική λατρεία τους. Έτσι, οι Κύπριοι ίδρυσαν το ιερό της Αφροδίτης του Κιτίου και οι Αιγύπτιοι το ναό της Ίσιδος. Η αγορά των οικοπέδων για την ανέγερση αυτών των ναών είχε εγκριθεί από τη Βουλή του Πειραιά. Αλλοι ναοί ήταν ο Όσιρις και ο Σαβάζιος των Αιγυπτίων και ο Βάαλ των Φοινίκων, η Βενδίς των Θρακών, ακόμη ναοί των Ποντίων της Μικράς Ασίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» γράφει πως Πειραιώτες και Αθηναίοι έκαναν παράλληλη πομπή με τους Θράκες όταν εορταζόταν η θεά Βενδίς, τα Βενδίδεια, που έμοιαζαν με τα Διονύσια, με εντυπωσιακή λαμπαδηδρομία ιππέων, για την οποία μάλιστα κατέβηκε κάποτε να λάβει μέρος σε αυτήν και ο Σωκράτης! Οι θεοί αντάμειβαν έμπρακτα τους κοινούς θνητούς για τη λατρεία τους προς αυτούς, έτσι ο θρύλος λέει ότι η θεά Αθηνά και η Αφροδίτη (που μέχρι τότε δεν λατρεύονταν στον Πειραιά) εμφανίστηκαν με μορφή γλαύκας και περιστεριού αντίστοιχα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας για να βοηθήσουν τους Αθηναίους να νικήσουν τους Πέρσες. Η Αφροδίτη σαν περιστέρι πήγε και κάθισε στη Θεμιστόκλεια τριήρη. Από τότε οι Πειραιώτες την λάτρεψαν ως εύπλοια στον ναό της μπροστά στην Ηετιώνεια Πύλη. Ο Πειραιάς αγκαλιάστηκε στην κυριολεξία από την Αθήνα, ψυχή τε και σώματι, ακριβώς μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αρχές του 5ου αιώνα, και συγκεκριμένα από τον διορατικό Αθηναίο ηγέτη Θεμιστοκλή, που παρατηρεί τη δυναμική αυτή της λιμενούπολης, της πόλης των τριών στρατηγικής σημασίας λιμανιών, βλέποντας τη ναυτική δύναμη να αναπτύσσεται στους κόλπους της σαν υπερδύναμη. Κηρύσσει έτσι τον Πειραιά κύριο λιμάνι της Αθήνας και φροντίζει την οχύρωσή του με τα Θεμιστόκλεια τείχη αμέσως μετά τη φυγή των περσικών πλοίων. Κατά τη συμβουλή του το πάχος των τειχών ήταν τόσο όσο να περνούν δύο άμαξες και να διασταυρωθούν, περίπου τρία μέτρα. Το ύψος του τείχους έγινε το μισό από αυτό που οραματιζόταν. Το εσωτερικό της τοιχοδομίας δεν έγινε ούτε με λάσπη ούτε με χαλίκι, αλλά με μεγάλους πελεκημένους μονόλιθους αρμολογημένους εξωτερικά με σίδερο και μολύβι. Κατ’ αυτόν, το πάχος και το ύψος του τείχους καθώς και οι μονόλιθοι θα αποθάρρυναν τους εχθρούς, έτσι θα μπορούσε να το επανδρώσει με λίγους και αδύναμους σχετικά στρατιώτες, ενώ με τους καλύτερους θα επάνδρωνε τον στόλο! Ο καυστικός Αριστοφάνης αντιστρέφοντας το ζητούμενο, εύστοχα είπε για το κατόρθωμα του Θεμιστοκλή: «Δεν προσκόλλησε τον Πειραιά στην Αθήνα, αλλά την Αθήνα στον Πειραιά». Στα Μακρά Τείχη που αγκάλιαζαν και ένωναν την τύχη του Πειραιά με της αυτήν της Αθήνας έπλεξαν τα όνειρά τους, τα οράματα και έχτισαν ιστορία μεγάλοι άνδρες της Αθήνας, όπως ο Κίμων, ο Περικλής, ο Κόνων, ο Δημοσθένης και ο Λυκούργος. Αυτοί που έβαλαν, όμως, το χεράκι τους ουσιαστικά στη συντήρηση των τειχών και στην αναδόμηση της πόλης και δέθηκαν με μεγάλες ιστορικές στιγμές, συμβάλλοντας στην ανακατασκευή και αναπροσαρμογή της στις σύγχρονες επιταγές, ήταν ο Περικλής και ο Κόνων. Ο Περικλής ανέθεσε στον Πειραιώτη αρχιτέκτονα Ιππόδαμο τον σχεδιασμό της πόλης του Πειραιά, αλλά και την ενίσχυση των τειχών. Ο Ιππόδαμος ζούσε μέχρι τότε σε ένα απλό σπίτι και έτσι απλά έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, ανάμεσα σε συντοπίτες του. Ο Αριστοτέλης στην «Πολιτεία» του έγραψε γι’ αυτόν «ος την των πόλεων διαίρεσιν εύρε και τον Πειραιά κατένεμεν». Και πράγματι φαίνεται πως είναι ο εφευρέτης της ρυμοτομίας των πόλεων, που μάλλον κανείς μέχρι σήμερα δεν τον έχει ξεπεράσει. Με δυναμική και πρωτοποριακή χάραξη ρυμοτομίας συνταίριαξε την πρακτική, την αρμονία, τη φιλοσοφία, τη μεταφυσική δύναμη, την ενέργεια του προσανατολισμού, τη δημοκρατική ισοτιμία των συμπολιτών (κάτι σαν την ψυχολογία της μπλε σχολικής ποδιάς). Χώρισε την πόλη σε χώρους ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων. Οι δρόμοι χαράχτηκαν κάθετα και οριζόντια στους ιδιωτικούς οικισμούς: τέσσερις συνεχόμενες παράλληλες οδοί με πλάτος 4-5 μέτρα κατά σειρά και κάθε πέμπτος δρόμος μια μικρή λεωφόρος πλάτους οκτώ μέτρων, οριζοντίως και καθέτως. Τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν ισομερή. Το ίδιο και τα οικόπεδα όπου χτίστηκαν ομοιόμορφα οι κατοικίες, με ίσια μέτρα για όλους. Κάθε σπίτι είχε στην πρόσοψή του την είσοδο και πολλές φορές μια δεύτερη είσοδο για ένα εμπορικό κατάστημα. Ακολουθούσε ο ανδρωνίτης, ένας χώρος υποδοχής του άνδρα (για ανδρικές δουλειές) και η πλακόστρωτη αυλή, όπου πιθανόν υπήρχε και ένα υπόστεγο με υποστυλώματα από κίονες, ένα είδος δωματίου με εστία (σαλοτραπεζαρία με κουζίνα), για όλη την οικογένεια. Γύρω από την αυλή υπήρχαν αποθήκες, κουζίνα και λουτρά και δωμάτια για τους δούλους. Η αυλή είχε φυτά, δέντρα και υπόγεια δεξαμενή κάτω από το μωσαϊκό, συνήθως, δάπεδο της αυλής, με πηγάδι στη μια γωνία της (πωάδια – στέρνες). Στους επάνω ορόφους ήταν τα υπνοδωμάτια. Αυτές οι οικίες ήταν πρόδρομοι των δηλιακών οικιών. Σε ένα τέτοιο απλό σπίτι ζούσε και ο Ιππόδαμος. Πολλές από αυτές τις οικίες είχαν φτιάξει στην πρόσοψη του οικοπέδου ένα κατάστημα με είσοδο στον δρόμο. Τέτοια παραδείγματα συναντάμε σήμερα στην Πομπηία. Αυτές οι οικίες τήρησαν τη δημοκρατική γαλήνη και ισότητα των πολιτών για αρκετά χρόνια. Με την Ελληνιστική Περίοδο αναπτύσσεται στον Πειραιά ο καπιταλισμός, τα σεμνά σπίτια αγοράζονται ανά δύο (διπλανά) από πλούσιους και κατασκευάζονται πλούσια σπίτια με περιστύλια και αργότερα ρωμαϊκές επαύλεις. Η κοινωνία χωρίζεται εμφανώς σε πλούσιους και φτωχούς. Οι φτωχοί περιορίζονται να ζουν σε μικρά δωμάτια μεγάλων σπιτιών που μοιράζονται κοινόχρηστους χώρους. Αυτόχθονες ζουν μαζί με μέτοικους ή περιαστιακούς κατοίκους. Αυτές οι κατοικίες λέγονται συνοικίες και είναι οι πρόδρομοι των πολυκατοικιών. Μετά την ισοπέδωση της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα οι γύρω περιοχές από τις επαύλεις και τα αρχαία ερείπια έγιναν χώροι ταφής Πειραιωτών – Ρωμαίων – Πρωτοχριστιανών. Πολλά από τα αρχαία μαρμάρινα κατασκευάσματα κατέληξαν σε καμίνια για να γίνουν ασβέστης (οικοδομικό υλικό), όπως έγινε στη Δήλο και σε άλλες αρχαίες πόλεις, το οποίο εξαγόταν σε συμφέρουσα τιμή. Σε εκείνα όμως τα χρόνια, ο Πειραιάς περιορίζεται ως πόλη, δηλαδή μεταξύ του κεντρικού λιμανιού και του Πασαλιμανιού, ενώ τα βυζαντινά χρόνια η πόλη συρρικνώνεται και αποδυναμώνεται πιο πολύ. Η ρυμοτομία των δρόμων και οι προσανατολισμοί των οικημάτων είχαν χαραχτεί με ακρίβεια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – αυτό βοηθούσε στη σωστή εκμετάλλευση του ηλιακού φωτός και της ροής των ανέμων. (Σαν αυτό που σήμερα μας κατακλύζει ως σύγχρονη πανάκεια, το Φενγκ Σούι.) Ο Ιππόδαμος είχε χρησιμοποιήσει την Πυθαγόρεια γνώση της θεωρίας των αριθμών, έτσι ο Πειραιάς είχε μια μαγική δύναμη και οι Πειραιώτες ζούσαν σε αυτή την αρμονία και επηρεάζονταν από μια θετική ενέργεια και δυναμική. Οι στενοί δρόμοι λέγονταν «στενωποί» και οι αντίστοιχες λεωφόροι που ένωναν τις γειτονιές δρόμοι. Ακόμη υπήρχαν και οι «πλατείες οδοί» που συνέδεαν τα λιμάνια, τις αγορές, τις εισόδους των πόλεων με πλάτος 15 μέτρα. Ο Ιππόδαμος σχεδίασε δύο θέατρα, μεγάλωσε τα τείχη στα οποία περιέλαβε την Ηετιώνεια Πύλη, που μπροστά της είχε τάφρο νερού, και έσκαψε στα λιμάνια κάνοντας εκβάθυνση. Η λέξη Ηετίων, με τα πολλά φωνήεντα, μας φέρνει στο νου τον αετό, δηλαδή η λέξη Αετίων, με την τροπή του α σε η, μας δίνει την ιωνική μορφή του, Ηετίων. Άλλη μια σημαντική ονομασία της Πύλης ήταν Ηετιώνεια «Χηλή» του Πειραιώς, που σημαίνει οπλή ζώου με δύο νύχια και φυσικά αυτή είναι η κάτοψη της τετραγωνισμένης κατάληξης του τείχους με τους δύο στρογγυλούς πύργους. Τα λιμάνια του Πειραιά είναι τρία και έχουν κάτι από την τριαδική δύναμη. Το λιμάνι της σημερινής Καστέλλας ήταν το τρίτο του Πειραιά και εξυπηρετούσε το Πολεμικό Ναυτικό με 82 νεώσοικους και τις αντίστοιχες προθήκες. Την ονομασία Μουνιχία την πήρε από τον μυθικό βασιλιά Μούνιχο. Ο βασιλιάς αυτός ήταν γιος του Παντακλέους, αρχηγού των Μινύων, που εκδιώχθηκαν από τους Θράκες από τον Ορχομενό της Βοιωτίας. Κατ’ άλλους, ο Μούνιχος ήταν αυτόχθων βασιλιάς. Αυτός ήταν ο πρώτος που κατέλαβε τον βραχώδη λόφο της Μουνιχίας, τον σημερινό Προφήτη Ηλία. (Με ύψος 86,5 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.) Εκτός από τον λόφο και τον λιμένα, το όνομα Μουνιχία το είχε και ένα διαμέρισμα (συνοικία) της πόλης. Η λέξη Μούνιχος απαντάται σε διάφορες ελληνικές διαλέκτους όπως: Μούνιχος – Μόσινος – βασιλεύς Μίνυος – Μινύας – ΟΝΧΟΜΟΝΙΟΣ – ΟΡΧΟΜΕΝΙΟΣ. Πολλοί εκλαϊκεύοντας το γεωγραφικό σχήμα - κάτοψη του λιμένα πιστεύουν ότι θυμίζει γυναικείο κόλπο. Στον λόφο της Μουνιχίας υπήρχε Ακρόπολη όπου βρισκόταν ο αρχαιότατος συνοικισμός των Μινύων. Ο Μούνιχος ίδρυσε και τον ναό της Μουνιχίας Αρτέμιδος και προς τιμήν της γίνονταν γιορτές στις 16 του μηνός Μουνοχιώνα (μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, δηλαδή τη χρονική στιγμή ανάμεσα σε δύο φωτισμούς της ανατολής του Ήλιου και της δύσης της Σελήνης.), όπου οι πιστοί προσέφεραν στη θεά τυρόπλαστους πλακούντες, που ονομάζονταν αμφιόντες τινόφυτες – αφομηστένα = τυρόπιτες από μυζήθρα. Λέγεται ότι και η Άρτεμις έκανε την εμφάνισή της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η τρίτη κατά σειρά προστάτιδα αυτής της μάχης που εμφανίστηκε σαν πανσέληνος και φώτισε τους Αθηναίους. Στον μαγικό λόφο της Καστέλλας, τον σημερινό Προφήτη Ηλία, υπήρχε και το Βενδίδειον ιερό της Θρακικής Αρτέμιδος. Η λέξη Βενδίς έχει και άλλες καταγραφές όπως ΕΝΔΕΒΙΣ – ΔΙΕΙΝΕ (DIANA – Θεάνα – Θεά) ΒΝΕΙΔΣΙ = θραξί.
Πιο κάτω, παράδοξο και αυτό, σχεδόν εκεί όπου σήμερα είναι το Βεάκειο (Σκυλίτσειο) βρισκόταν ένα από τα αρχαιότερα θέατρα της Ελλάδας, το Διονύσιο (λέγεται ότι ήταν εφάμιλλο του ομώνυμου αθηναϊκού), όπου γύρω του είχαν αναπτυχθεί κατοικώντας κιόλας στην περιοχή πολλοί ιδιωτικοί διονυσιακοί θίασοι. Στον λόφο της Μουνιχίας τελούνταν τα Διονύσια, ακόμη στο θέατρο γινόταν και η Εκκλησία του Δήμου. Κατά τον Θουκυδίδη από εκεί ξεκίνησαν το 411 π.Χ. οι αντιφρονούντες του ολιγαρχικού συστήματος την ένοπλη εξέγερσή τους. Ο λόφος της Μουνιχίας ή της Καστέλλας κρύβει πολλά μυστικά, παρ’ όλες τις αποκαλύψεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Στον λόφο υπάρχουν πολλές φυσικές σπηλιές, αλλά και πολλές σήραγγες κατασκευασμένες από ανθρώπινο χέρι, που όμως τις συγχέει κανείς με τις φυσικές. «Κοίλον και υπόνομον πολύ μέρος φύσει τε και επίτηδες, ώστε οικήσει δέχεσθαι» γράφει ο Στράβων για τον λόφο αυτό. Ένα τεχνητό άνοιγμα από τα ονομαστότερα των βράχων είναι το Σηράγγειο, αρχικά κατασκευασμένο από τους Μινύες. Σήμερα το Σηράγγειο έπειτα από κατακρημνίσεις βράχων έχει μόνο ένα πολύ μικρό άνοιγμα ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδός του. Η δύναμη του Σηράγγειου παίρνει μεταφυσική διάσταση για τον ανθρώπινο νου, αφού συνδέεται με έναν παράξενο μύθο (μακρινή πραγματικότητα;). Ο Τρίτων έδωσε στον Εύφημο τον Πρωρέα της Αργούς ένα βώλο γης (πήλινο; ή κάτι σαν τους βώλακες της Τήνου; δηλαδή πέτρινο). Η Μήδεια επίσης έδωσε ένα είδος χρησμού λέγοντας στον Εύφημο πως αν καταφέρει και τον ρίξει στη σχισμή (σήραγγα) της γης του Ταίναρου αυτός θα βασιλέψει στη Λιβύη. Ο βώλος όμως χάθηκε σε άλλη σήραγγα της Σαντορίνης! Ωστόσο, ο χρησμός επαληθεύτηκε μη τηρώντας το χρόνο με την ανθρώπινη αντίληψη, αφού απόγονος του Εύφημου βασίλεψε αργότερα στη Λιβύη. Οι λευκές πέτρες της σήραγγας της Σαντορίνης μοιάζουν με τα πετρώματα των πειραϊκών σηράγγων. Εκεί στα εσωτερικά κτίσματα του Σηράγγειου (που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Καστέλλας) βρέθηκαν πολλά διαμερίσματα και διάδρομοι, όπου μετά την πρώτη είσοδο η σήραγγα διευρύνεται σε ένα άνοιγμα πλάτους 1,20 μ. και ύψους 2 μέτρων, που μας εισάγει σε αίθουσα 6,60 μ. με 32 σκαμμένες κόγχες στα βραχώδη τοιχώματα. Σε αυτό το Σηράγγειο βρέθηκε ένα κατεστραμμένο μωσαϊκό δάπεδο. Στο επόμενο δώμα βρέθηκε ψηφιδωτό που παρίστανε τη Σκύλλα. Εκεί υπήρχε και πλάκα όπου αμυδρά αναγράφεται: ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟΥ (που σημαίνει ότι ήταν ιερό του θεού). Το μωσαϊκό ανάθημα συνδέεται με μιαν άλλη δύναμη, αυτή του θαλάσσιου δαίμονα Γλαύκου που ερωτεύτηκε τη Σκύλλα. Το ορόσημο του Σηράγγειου στιγματίζεται από επιγραφή που βρέθηκε αναγράφουσα HEROIO HOPOS το ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΑ (Σήραγγα). Η λέξη Σήραγγας έδωσε τον χαρακτηρισμό της κάθε εσωγήινης στοάς σήραγγας. Ο λόφος της Καστέλλας από τη νοτιοδυτική πλευρά έχει και άλλες τεχνητές αλλά και φυσικές δεξαμενές και σήραγγες. Η σημαντικότερη είναι η «Σπηλιά της Αρετούσας». Αυτή με 165 σκαλιά τρυπάει εγκάρσια τον βράχο, σε βάθος 65 μέτρων από όπου σωλήνες νερού (πιθανόν μινυακό υδραγωγείο) καταλήγουν στο πάνω μέρος της Ακρόπολης! Ένα άλλο τρίτο μυστήριο (σήμερα) άνοιγμα είναι αυτό που βρίσκεται στο θέατρο του Διονύσου. Λέγεται ότι όποιος καταλάμβανε τον λόφο της Μουνιχίας είχε καταλάβει αυτόματα τον Πειραιά και την Αθήνα! Όπως θα δούμε, στο επόμενα χρόνια θα παίξει μεγάλο ρόλο με τη μυστήρια δύναμή του. Το διπλανό λιμάνι ήταν αυτό της Ζέας, όπου φυσικά λατρευόταν φερμένη από τα προελληνικά φύλα (Πελασγοί και Θράκες) η θρακική Πένθιμη θεά Εκάτη ή Ζέα, από όπου πήρε το όνομά του και ο όρμος. Το λιμάνι της Ζέας ήταν κατ’ εξοχήν το πολεμικό λιμάνι της αρχαίας πόλης, με 196 νεώσοικους (κτίσματα όπου φυλάσσονταν τον χειμώνα τα πλοία). Ενα από τα αρχιτεκτονικά θαύματα και το μοναδικό στο είδος του, στην παγκόσμια ιστορία, κτίσμα της Ζέας, ήταν η Σκευοθήκη. Το κτίσμα αυτό δεν ήταν παρά ένας τύπος αποθήκης. Κατασκευάστηκε από τον Ελευσίνιο αρχιτέκτονα Φίλωνα, το 347-346 π.Χ., όταν του ανατέθηκε από τον άρχοντα Θεμιστοκλή, και έμεινε γνωστό ως η Σκευοθήκη του Φίλωνος. Τα πλοία έφταναν στο λιμάνι της Ζέας για να παραμείνουν τους χειμερινούς μήνες και πιθανώς να συντηρηθούν στους νεώσοικους. Ενα σωρό εξαρτήματα και σκεύη, τα οποία για λόγους προστασίας δεν έμεναν μέσα στα πλοία, φυλάσσονταν στους νεώσοικους για λογαριασμό των τριηράρχων. Οι χώροι φύλαξης ήταν η συγκεκριμένη Σκευοθήκη. Το κτίριο ήταν μακρόστενο και είχε δύο εισόδους από τις στενές του πλευρές. Οι τοίχοι του ήταν κατασκευασμένοι από πέτρα ακτίτη. Τα υπέρθυρα κιονόκρανα και οι παραστάδες ήταν από πεντελικό μάρμαρο. Οι πύλες του ήταν ξύλινες με μεταλλική ορειχάλκινη επένδυση. Το οικοδόμημα αποτελούνταν από τρία κλίτη, ενώ τα δύο πλευρικά κλίτη ήταν χωρισμένα σε 34 διαμερίσματα με υπερώο που είχε ράφια για τη φύλαξη των αντικειμένων. Οταν οι τριήραρχοι κατέθεταν τα αντικείμενα, καταγραφόταν η κατάστασή τους, αλλά και σε ποια τριήρη ανήκε το καθένα χωριστά.
Όπως και στις σημερινές τραπεζιτικές θυρίδες, ο κάθε πολίτης που άφηνε τα σκεύη αυτά μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να μπει και να τα ελέγξει ή και να τα πάρει. Κατά την έξοδό τους γινόταν αντίστοιχη καταγραφή και κατά την επάνοδό τους καταγράφονταν πάλι μαζί με την κατάστασή τους φθορές ή και απώλειες. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τον Πειραιά, έμειναν έκθαμβοι όχι μόνο από το όλο σύστημα, αλλά και από τη συνύπαρξη της πρακτικής με την πολυτέλεια! Η λειτουργία της Σκευοθήκης είναι ένα αξεπέραστο δείγμα διαφάνειας του συστήματος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας! Το μεγάλο λιμάνι, ο Κάνθαρος του Πειραιά, είναι αυτό από το οποίο ο Θουκυδίδης προείδε τη δύναμη της πόλης, και μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί το πρώτο λιμάνι. Το όνομά του το παίρνει από το γεωγραφικό σχήμα του, που μοιάζει με τον κάνθαρο (το κύπελλο με τις δύο λαβές). Φυσικά, ήταν πιο μικρό από το σημερινό λιμάνι και πιο ρηχό. Η πρώτη σημαντική αναχωμάτωση έγινε από τον Ιππόδαμο. Ο λιμένας ξεκινούσε από την Ηετιώνεια Πύλη μέχρι την περιοχή λίγο πιο πέρα από τη σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη (που τότε ήταν ελώδης και νεκροταφείο της πόλης), το τελωνείο. Οι δύο άκρες των μόλων τού λιμανιού είχαν η καθεμιά από ένα τετράγωνο πυργίσκο με κίονα, όπου στην κορυφή του άναβε φωτιά (φάροι). Σε περίπτωση πολέμου και αποκλεισμού, το άνοιγμα του λιμανιού έκλεινε με αλυσίδα (όμοια γινόταν και στα άλλα δύο λιμάνια). Η Ηετιώνεια περιοχή είναι ο φυσικός κυματοθραύστης του λιμανιού, ενώ το ψηλότερο σημείο του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 17 μ. Το όνομά της η περιοχή το πήρε από τον πρώτο κατακτητή και οικιστή αυτής της γης, τον Ηετίωνα∙ κατ’ άλλους οι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Κυψελίδες, οικογένεια τυράννων της Κορίνθου, με γενάρχη της τον Ηετίωνα. Η πύλη αυτή ήταν χτισμένη ανάμεσα στους δύο πύργους και επάνω στην κατάληξη των τετραγωνισμένων τειχών. Η κατασκευή αυτή είναι συμπαγής λιθοδομή με εναλλασσόμενες στρώσεις λιθοπλίνθων, γνωστή ως Θεμιστόκλεια τοιχοποιία. Οι πύργοι αυτοί έγιναν κυκλικοί στους ελληνιστικούς χρόνους, για να αποφευχθούν έτσι οι καταστροφές από τα βλήματα που έριχναν τα πλοία μέσα από τις πολιορκητικές τους μηχανές. Η Ηετιώνεια Πύλη ήταν η επιβλητικότερη όλων, είχε πλάτος 3,70 μ. και ήταν δίπυλη. Διπλές πύλες είχε και το άλλο άκρο του λιμανιού. Ένας αύλειος χώρος χώριζε τις δύο πόρτες μεταξύ τους, ώστε σε περίπτωση εισόδου του εχθρού από την πρώτη να τον εγκλωβίσουν εκεί. Το λιμάνι είχε στον κόλπο του πολλές ζωές. Εκτός από τα πολεμικά πλοία, τους νεώσοικους και τις σκευοθήκες του, τμήμα του κυλινδρικού πύργου της Ηετιώνειας όπως και ο κίονας, σώζονται μέχρι σήμερα στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων. Δίπλα του (όπως έπρεπε και σε αυτό βοήθησαν άλλες… δυνάμεις!!!) βρίσκεται ο τάφος του Θεμιστοκλή, ο οποίος αφού εξοστρακίστηκε (από ζηλοφθονία για το μεγαλείο του), κατέφυγε στην αυλή του Πέρση Αρταξέρξη, που τον έκανε διοικητή της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας. Οταν όμως ο Αρταξέρξης του ζήτησε να τον συνδράμει σε επίθεση κατά των Αθηναίων, ο Θεμιστοκλής αυτοκτόνησε με δηλητήριο. Είχε ζητήσει να ταφεί στην πατρίδα του, όμως κανείς εξόριστος δεν επιτρεπόταν να ταφεί στην Αθήνα. Η ταφή του έγινε κρυφά στο σημείο που οραματίστηκε το ναυτικό μέλλον της Αθήνας, στην είσοδο του μεγάλου λιμανιού, σε ένα οικογενειακό τάφο με τετράγωνο σχήμα, δίπλα από τον σωσμένο κίονα της Ηετιωνείας. Στο ανατολικό τμήμα του λιμανιού από την πλατεία Καραϊσκάκη και πέρα γινόταν το εμπόριο. Εκεί στο τέλος των νεώσοικων βρέθηκε λίθινη πλάκα-ορόσημο στην αρχή του δρόμου, που έγραφε «Εμπορίο και hοδό hόρος». Στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αποβάθρα, το «Διάζευγμα», και πίσω από αυτήν το «Δείγμα» χώρος έκθεσης και προβολής των εμπορευμάτων. Μια ακόμη αποβάθρα νότια της Μακράς Στοάς ήταν το «Χώμα». Η Μακρά Στοά ήταν μια από τις πολλές στοές (αγορά) του λιμανιού, πιθανώς η πιο ονομαστή, λεγόταν ακόμη και αλφιτόπωλις, όπου γινόταν εμπόριο σιτηρών και αλεύρου. Πίσω από αυτήν τη στοά ήταν μια από τις μεγαλύτερες αγορές του Πειραιά. (Εκεί που υπάρχει και η σημερινή.) Κάθε μέρα περισσότερα από δέκα πλοία ξεφόρτωναν και φόρτωναν στο λιμάνι του Πειραιά και δυνάμωναν την οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας. Πίσω από την περιοχή αυτή υπήρχαν τα πορνεία, όπου έβρισκαν απάγκιο οι ναυτικοί. Όπως καταλαβαίνετε, η αγορά που προαναφέραμε βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, στο μεγάλο λιμάνι, όμως ο παλμός της πόλης και των κατοίκων της χτυπούσε αλλού… Στην περιοχή των άλλων δύο λιμανιών. Εκεί, για τις ανάγκες της καθημερινότητας, υπήρχε και μια άλλη αγορά, η Ιπποδάμειος, που βρισκόταν ανάμεσα στο σημερινό Πασαλιμάνι και την οδό Τσαμαδού. Η είσοδος σε αυτή την αγορά ήταν ένα μεγαλοπρεπές πρόπυλο, εκεί μπροστά, αργότερα, χτίστηκε η Σκευοθήκη του Φίλωνα. (Σημειώνω ότι οι σκευοθήκες των άλλων λιμανιών ήταν απλούστερες ξυλοκατασκευές.) Υπήρχαν πολλά δημόσια κτίρια, αγορανομείο, βουλευτήριο, αλλά και δύο θέατρα∙ το πρώτο και αρχαιότερο του Διονύσου στο Σηράγγειο Λόφο το προαναφέραμε, το δεύτερο χτίστηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. Έχει πεταλοειδή ορχήστρα, όπως το Διονυσιακό Θέατρο των Αθηνών, βρίσκεται πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά και έχει αξιοποιηθεί με έκθεση γλυπτών, κατασκευή για τη στέγαση αρχαιολογικών εκθεμάτων και νυχτερινό φωτισμό. Η διάμετρος της ορχήστρας είναι 16,34 μ. και κοίλο 67 μ. Ο άγνωστος σε πολλούς και σκιασμένος από την Αθήνα Πειραιάς σφύζει από ζωή, από καλά και κακά γεγονότα. Μεγάλος αριθμός Αθηναίων και Πειραιωτών για να σωθούν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έπειτα από λανθασμένη στρατηγική του Περικλή, κλείστηκαν μέσα στα τείχη (431 - 404 π.Χ.), και έτσι με το ξέσπασμα του μεγάλου λοιμού έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και ο Περικλής. Ο στρατηγός Κόνων εκλέχθηκε μετά τον Περικλή παραλαμβάνοντας μια κατεστραμμένη Αθήνα και έναν αποτρόπαια πληγωμένο Πειραιά, τα τείχη του οποίου ήταν πια γκρεμισμένα, αφού οι Πελοποννήσιοι είχαν αναγκάσει ατιμωτικά τους κατοίκους της πόλης να τα καταστρέψουν, υπό τους ήχους των αυλών! Ο Κόνωνας αναλαμβάνοντας την ηγεσία του στόλου νικάει το 394 π.Χ. σε ναυμαχία στην Κνίδο τους Σπαρτιάτες και επιστρέφει ανοικοδομώντας τα τείχη με κάποια παραλλαγή, γι’ αυτό ονομάστηκαν και Κονώνεια και όπως είπαμε στην αρχή ιδρύει και τον ναό της Κνίδιας Αφροδίτης. Ο Κόνωνας που έσωσε και αναβάθμισε την Αθήνα και τον Πειραιά τιμήθηκε με φοροαπαλλαγή από τους πολίτες. Τα ήθη και οι αντοχές εξασθενούν, έτσι το 86 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας επιτέθηκε στην πόλη, επισφραγίζεται η αρχή του τέλους της αρχαίας περιόδου του κλασικού Πειραιά. Ύστερα από μια πετυχημένη επίθεση διατάζει την απόλυτη καταστροφή των τειχών – και όχι μόνο. Φοβούμενος τον ανταγωνισμό που θα είχε πιθανώς από άλλους Ρωμαίους αξιωματούχους που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν εκεί και να τον επισκιάσουν, χρησιμοποιώντας τα κτίρια, διέταξε την καταστροφή όλων των δημόσιων κτιρίων εκτός από κάποιους ναούς και φυσικά τα αρχοντικά του Πειραιά. Ο Πειραιάς δεν ανέκαμψε για πάρα πολλά χρόνια, οι κάτοικοι που έμειναν ήταν λιγοστοί και ασχολήθηκαν με τη ναυπηγική και τη ναυτιλία, οι περισσότεροι ως εργάτες. Όσο για το εξαγωγικό εμπόριο, ξεχάστε το. Η Αθήνα δεν ανέλαβε ποτέ ξανά τις δυνάμεις της. Ο Πειραιάς πέρασε στην ανωνυμία, παρ’ όλο που τα τέλη του 1ου και 2ου μ.Χ. αιώνα, περίοδο των Αντωνίνων, ανεγέρθηκαν πολυτελείς ιδιωτικές ρωμαϊκές επαύλεις και κάποια δημόσια κτίρια με ναυτικές δραστηριότητες. Στο κέντρο του λιμανιού όμως στεκόταν σιωπηλά, ευτυχώς αγνοημένος, ένας άλλος θρύλος του Πειραιά, που θα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πόλη τα επόμενα χρόνια. Το Λιοντάρι της (κατ’ άλλους ήταν δύο, κάτι σαν να λέμε τα δύο λιοντάρια που βάζουν οι Ιάπωνες στις εισόδους τους, όπου το ένα έχει ανοιχτό το στόμα και συμβολίζει τη γέννηση και τη ζωή και το άλλο κλειστό, και συμβολίζει το τέλος του κύκλου της ζωής, τον θάνατο). Στον Πειραιά, όμως, όλοι θυμούνται αυτό που είχε ανοιχτό στόμα και φυσικά ανθρωπόμορφο κεφάλι, αυτό που έμελλε να φυλάει την πόλη σιωπηλά, έχοντας τη δύναμη της ζωής μέσα του για να περάσουν οι αιώνες όπου η Πυθαγόρεια χάραξη του Ιππόδαμου θα αναδυόταν από την ίδια τη γη. Όπως φαίνεται η απόκρυφη γεωμετρία των αρχαίων Ελλήνων και η χάραξη που έγινε πάνω στις γεωδυναμικές του εδάφους δεν θα σβήσουν ποτέ ό,τι και αν συμβεί. Σαν τα ποτάμια που, ενώ τα κλείνουν κάνοντας δρόμους και προσπαθώντας να αλλάξουν τεχνητά την πορεία τους, αυτά επιστρέφουν στην κοίτη τους, ρέοντας έστω και υπόγεια. Ο μέγας κτίστης του Πειραιά είναι ο Ιππόδαμος και ναι μεν ξένοι ιδρυτές και κτήτορες των πόλεων θεωρούνται οι κατακτητές, οι στρατηγοί και οι ηγεμόνες τους, αλλά όπως φαίνεται είναι απλά στο τυπικό... Οι πόλεις ανήκουν σε αυτούς που χαράσσουν το πνεύμα και τον χαρακτήρα της ιστορίας τους.
Τέλος πρώτου μέρους
|