Κατάσταση κατά την οποία η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης – της χρωστικής που μεταφέρει το οξυγόνο – στο αίμα είναι χαμηλότερη από τη φυσιολογική. Τα μόρια της αιμοσφαιρίνης βρίσκονται μέσα στα ερυθροκύτταρα (ερυθρά αιμοσφαίρια) και η λειτουργία τους συνίσταται στη μεταφορά οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα διατηρείται σταθερή χάρη στην αυστηρή ισορροπία μεταξύ παραγωγής και καταστροφής των ερυθροκυττάρων, στο μυελό των οστών και στον σπλήνα αντίστοιχα. Η απώλεια αυτής της ισορροπίας μπορεί να οδηγήσει σε4 αναιμία. Η πιο συχνή μορφή αναιμίας σε ολόκληρο τον κόσμο οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου, που αποτελεί βασικό συστατικό της αιμοσφαιρίνης. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολλά άλλα αίτια αναιμίας, η οποία δεν είναι καθαυτό πάθηση, αλλά γνώρισμα διαφόρων παθήσεων και διαταραχών.
ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑΣ Η αναιμία οφείλεται είτε σε ελαττωμένη ή ελαττωματική παραγωγή είτε σε αύξηση της ταχύτητας καταστροφής των ερυθροκυττάρων που μεταφέρουν το οξυγόνο στους ιστούς..Παρακάτω εικονίζονται τέσσερις από τους κύριους τύπους αναιμίας, η οποία όμως μπορεί να έχει πολλά άλλα αίτια (όπως διάφορες μορφές λευχαιμίας).
Παραγωγή ερυθροκυττάρων Τα ερυθροκύτταρα παράγονται στο μυελό των οστών από αρχέγονα κύτταρα που διαιρούνται σχηματίζοντας ερυθροβλάστες, οι οποίες διαιρούνται και σχηματίζουν ερυθροκύτταρα που εισέρχονται μέσα στο αίμα.
Απλαστική αναιμία Η ανεπάρκεια σχηματισμού και διαίρεσης αρχέγονων κυττάρων στο μυελό προκαλεί πτώση του αριθμού των ερυθροκυττάρων και των άλλων κυττάρων του αίματος.
Σιδηροπενική αναιμία Η έλλειψη σιδήρου εμποδίζει το σχηματισμό, από το μυελό των οστών, αρκετής αιμοσφαιρίνης για τα ερυθροκύτταρα. Τα ερυθροκύτταρα που παράγονται είναι μικρά και έχουν ωχρό κέντρο και ελαττωμένη ικανότητα (χωρητικότητα) μεταφοράς οξυγόνου.
Αιμολυτική αναιμία Σε αυτόν τον τύπο περιλαμβάνονται όλες οι αναιμίες στις οποίες η ταχύτητα παραγωγής των ερυθροκυττάρων είναι φυσιολογική ή μεγάλη, αλλά τα ερυθροκύτταρα καταστρέφονται πολύ γρηγορότερα από τα φυσιολογικά.
ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ Η ελάττωση της παροχής ορισμένων βιταμινών στο μυελό προκαλεί την παραγωγή ερυθροκυττάρων τα οποία είναι μεγαλύτερα από τα φυσιολογικά, αλλά έχουν ελαττωμένη ικανότητα μεταφοράς οξυγόνου.
ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ Τα ερυθροκύτταρα σχηματίζονται στο μυελό των οστών μέσα σε διάστημα πέντε, περίπου, ημερών από λιγότερο εξειδικευμένα – τα λεγόμενα αρχέγονα – κύτταρα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου τα κύτταρα αλλάζουν εμφάνιση και συσσωρεύουν αιμοσφαιρίνη. Τα ερυθροκύτταρα που απελευθερώνονται από το μυελό των οστών στην κυκλοφορία του αίματος ονομάζονται δικτυοερυθροκύτταρα. Μέσα σε λίγες ημέρες τα δικτυοερυθροκύτταρα ωριμάζουν σε ώριμα ερυθροκύτταρα, τα οποία κυκλοφορούν στο αίμα για διάστημα περίπου 120 ημερών δηλαδή ώσπου να γηράσουν και τελικά να παγιδευτούν σε μικρά αιμοφόρα αγγεία (κυρίως στο σπλήνα) όπου καταστρέφονται. Μερικά κυτταρικά συστατικά των ερυθροκυττάρων, όπως ο σίδηρος, ανακυκλώνονται και χρησιμοποιούνται σε νέα.Οι διάφορες μορφές της αναιμίας μπορούν να διαιρεθούν σε εκείνες που οφείλονται σε ελάττωση ή ελάττωμα της παραγωγής ερυθροκυττάρων από το μυελό των οστών και σε εκείνες που οφείλονται σε ελάττωση της διάρκειας ζωής των ερυθροκυττάρων στο αίμα.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Τα συμπτώματα, κοινά σε όλες τις μορφές της αναιμίας, οφείλονται στην ελάττωση της ικανότητας του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από τον βαθμό της ελάττωσης της συγκέντρωσης αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Οι φυσιολογικές συγκεντρώσεις της αιμοσφαιρίνης στο αίμα κυμαίνονται μεταξύ 14-16g/100ml στους άνδρες και 12-14g/100mlστις γυναίκες. Με συγκεντρώσεις κάτω των 10g/100ml είναι δυνατό να προκληθούν κεφαλαλγίες, καταβολή των δυνάμεων και λήθαργος, και με συγκεντρώσεις κάτω των 8 g/100ml αναπνευστική δυσχέρεια κατά τη σωματική προσπάθεια, ζάλη λόγω ελάττωσης του οξυγόνου που φθάνει στον εγκέφαλο, στηθάγχη λόγω ελάττωσης της οξυγόνωσης του μυοκαρδίου και αίσθημα παλμών, διότι η καρδιά εργάζεται σκληρότερα για να αντιρροπήσει την έλλειψη αιμοσφαιρίνης. Ένα γενικό σημείο είναι η ωχρότητα, αν και δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της βαρύτητας της αναιμίας. Τα συμπτώματα εξαρτώνται επίσης από την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται η αναιμία. Η μορφή που αναπτύσσεται βαθμιαία, γίνεται καλά ανεκτή ως τα προχωρημένα στάδιά της, ενώ η απότομη ανάπτυξη αναιμίας προκαλεί άμεσα συμπτώματα ανάλογα με το βαθμό της απώλειας αίματοςΆλλα συμπτώματα είναι δυνατό να παρατηρηθούν σε συγκεκριμένες μορφές αναιμίας. Για παράδειγμα, στους περισσότερους τύπους αιμολυτικής αναιμίας παρατηρείται κάποιου βαθμού ίκτερος, διότι η μεγάλη ταχύτητα καταστροφής των ερυθροκυττάρων συνεπάγεται αύξηση της χολερυθρίνης στο αίμα.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση της αναιμίας βασίζεται στα συμπτώματα του ασθενούς και στην ανεύρεση χαμηλής συγκέντρωσης αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Ο προσδιορισμός του τύπου και του αιτίου της αναιμίας αρχίζει με τη μικροσκοπική εξέταση δείγματος αίματος, τη μέτρηση του αριθμού των διαφόρων τύπων των κυττάρων του αίματος και την καταγραφή της εμφάνισής τους (βλ. Αίματος, εξέτασή του). Η μικρή αναλογία δικτυοερυθροκυττάρων υποδηλώνει ότι το αίτιο της αναιμίας είναι ελάττωση της παραγωγής ερυθροκυττάρων, ενώ η μεγάλη αναλογία τους είναι ένδειξη μεγάλης ταχύτητας καταστροφής των ερυθροκυττάρων. Το μέγεθος των ερυθροκυττάρων – μικρό, κανονικό, μεγάλο – παρέχει επιπλέον διαγνωστικά στοιχεία, όπως και το σχήμα τους διότι σε μερικές μορφές, π.χ. στη δρεπανοκυτταρική αναιμία (τύπο αιμολυτικής αναιμίας), μερικά ερυθροκύτταρα έχουν παθολογικό σχήμα. Άλλες εξετάσεις που είναι δυνατό να βοηθήσουν στη διάγνωση είναι η εξέταση των κυττάρων του μυελού των οστών με βιοψία μυελού των οστών και η μέτρηση των συγκεντρώσεων ορισμένων ουσιών στο αίμα, π.χ. του φυλλικού οξέος, της χολερυθρίνης και της βιταμίνης Β12. Μερικές φορές ο προσδιορισμός του ακριβούς αιτίου της αναιμίας απαιτεί περισσότερες έρευνες. Η θεραπεία της αναιμίας αποσκοπεί στη διόρθωση, τροποποίηση ή μείωση του μηχανισμού ή της διαδικασίας που οδηγεί στην ελάττωση της παραγωγής ή της διάρκειας ζωής των ερυθροκυττάρων. Η θεραπεία τείνει να είναι περισσότερο άμεση σε αναιμίες που οφείλονται στην έλλειψη διαφόρων παραγόντων (όπως στις σιδηροπενικές και στις μεγαλοβλαστικές) παρά σε εκείνες που προκαλούνται από κληρονομικές διαταραχές ή άλλες νοσηρές εξεργασίες (π.χ. στη θαλασσαιμία και σε πολλούς τύπους αιμολυτικής αναιμίας).
|