Απώλεια αίματος από το κυκλοφοριακό σύστημα λόγω βλάβης των αιμοφόρων αγγείων ή αιμορραγικής διαταραχής, Η αιμορραγία μπορεί να είναι ορατή (εξωτερικής) ή συγκεκαλυμένη (εσωτερική). Η γρήγορη απώλεια περισσοτέρου από 10% του όγκου του αίματος μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα καταπληξίας (shock) με λιποθυμία, ωχρότητα και εφίδρωση.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ Το συχνότερο αίτιο αιμορραγίας είναι η κάκωση. Η ταχύτητα εκροής του αίματος από μία τομή εξαρτάται από τον τύπο του τραυματισμένου αγγείου – συνήθως από τα τριχοειδή αναβλύζει, από τις φλέβες εκρέει και από τις αρτηρίες εκτινάσσεται με το ρυθμό του σφυγμού. Αν η κάκωση δεν προκαλέσει λύση της συνέχειας του δέρματος, το αίμα συλλέγεται γύρω από τα τραυματισμένα αγγεία κάτω από την επιφάνεια του δέρματος σχηματίζοντας εκχύμωση (μώλωπα). Η βλάβη των εσωτερικών αιμοφόρων αγγείων μπορεί να είναι αποτέλεσμα φλεγμονής, λοίμωξης, έλκους ή νεοπλάσματος. Η ανάμιξη αίματος με άλλα σωματικά υγρά, π.χ. πτύελα ή ούρα, παρατηρείται πολύ εύκολα` η αιμορραγία που συμβαίνει μέσα στο γαστρεντερικό σωλήνα μπορεί να προσδώσει σκοτεινή χροιά στα εμέσματα ή στα κόπρανα λόγω μερικής πέψης του αίματος. Ωστόσο, η εσωτερική αιμορραγία μπορεί να μη γίνει ορατή αλλά προοδευτικά να προκαλέσει βαριά αναιμία. Η αιμορραγία που επέρχεται χωρίς κάκωση απαιτεί συνήθως διερεύνηση. Εξαίρεσεις αυτού του κανόνα είναι η τυχαία επίταξη και η έμμηνη ρύση. Η ποσότητα του αίματος που χάνεται κατά την εμμηνορρυσία ποικίλλει, αλλά δεν αποτελεί πρόβλημα παρά μόνα αν η αιμορραγία γίνει πολύ έντονη ή συχνή, οπότε μπορεί να οδηγήσει σε σιδηροπενική αναιμία.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ Όρος με τον οποίο περιγράφεται η ροή αίματος από τον κόλπο όταν ελαττώνεται απότομα η συγκέντρωση της προγεστερόνης ή των οιστρογόνων ορμονών στο σώμα. Μορφή αιμορραγίας αναστολής αποτελεί η εμμηνορρυσία (η μηνιαία απόπτωση του βλεννογόνου της μήτρας όταν δεν εμφυτευθεί σε αυτόν γονιμοποιημένο ωάριο), επειδή επέρχεται όταν ελαττώνονται πολύ οι συγκεντρώσεις της προγεστερόνης και των οιστρογόνων κατά τον κατάμηνο κύκλο. Αιμορραγία αναστολής που εμφανίζεται στο τέλος κάθε κύκλου λήψης συνδυασμένων αντισυλληπτικών από το στόμα μοιάζει με έμμηνη ρύση, αλλά συνήθως διαρκεί λιγότερο και είναι ελαφρότερη. Αιμορραγία, που επίσης διαφέρει από την εμμηνορρυσία ως ρπος την ποσότητα και τη διάρκεια, προκαλεί και η διακοπή της χρήσης αποκλειστικά οιστρογονούχων σκευασμάτων.
ΑΙΜΟΡΑΓΙΑ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ Αιμορραγία στον εγκέφαλο ή γύρω από αυτόν, η οποία οφείλεται σε τραυματισμό ή αυτόματη ρήξη αιμοφόρου αγγείου. Υπάρχουν τέσσερις πιθανοί τύποι αιμορραγίας: η υποσκληρίδια, η επισκληρίδια, η υπαραχνοειδής και η ενδεγκεφαλική. Η επισκληρίδια και η υποσκληρίδια αιμορραγία συνήθως οφείλονται σε πλήξη του κεφαλιού (βλ. κακώσεις της Κεφαλής) και συμπτώματά τους μπορούν να είναι κεφαλαλγία, υπνηλία, σύγχυση και παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (ημιπληγία), που μπορούν να εμφανισθούν στην επισκληρίδια αιμορραγία μέσα σε ώρες αλλά στην υποσκληρίδια ακόμα και μετά από μήνες. Η κατάσταση απαιτεί επείγουσα εισαγωγή σε νοσοκομείο. Η υπαραχνοειδής και η ενδεγκεφαλική αιμορραγία συνήθως επέρχονται αυτόματα (δηλαδή χωρίς να προηγηθεί κάκωση του κεφαλιού)ο και οφείλονται σε ρήξη ανευρυσμάτων ή μικρών αγγείων του εγκεφάλου. Το μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν μέσης και μεγάλης ηλικίας άτομα με υπέρταση (υψηλή πίεση του αίματος) που δεν υποβάλλονται σε θεραπεία. Η υπαραχνοειδής αιμορραγία χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εξαιρετικά έντονη κεφαλαλγία και/ή αιφνίδια απώλεια της συνείδησης. Ενδεγκεφαλική αιμορραγία αποτελεί έναν από τους τρεις κύριους τύπους της αποπληξίας (εγκεφαλικού επεισοδίου) και τα συμπτώματά της μπορούν να είναι αιφνίδια καταπληξία (collapse), απώλεια της ομιλίας και παράλυση των μυών του προσώπου ή ενός άνω ή κάτω άκρου. Τόσο η υπαραχοειδής όσο και ενδεγκεφαλική αιμορραγία αποτελούν επείγουσες παθολογικές καταστάσεις.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΕΝΔΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ Αιμορραγία στο εσωτερικό του εγκεφάλου λόγω ρήξης αγγείου. Αποτελεί έναν από τους τρεις κυριότερους μηχανισμούς πρόκλησης εγκεφαλικού επεισοδίου.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ Η ετήσια συχνότητα ενδεγκεφαλικών αιμορραγιών στις ΗΠΑ είναι περίπου 1:2.500. Τα περισσότερα θύματα είναι μεσήλικα άτομα με υπέρταση (υψηλή πίεση αίματος) ή αθηροσκλήρυνση (εναπόθεση λιποειδών στο αρτηριακό τοίχωμα) του εγκεφάλου που δεν υποβάλλονται σε θεραπεία. Σε αντίθεση με τις περισσότερες περιπτώσεις υποσκληρίδιας και επισκληρίδιας αιμορραγίας (αιμορραγίας μεταξύ κρανίου και εγκεφάλου), η ενδεγκεφαλική αιμορραγία μπορεί να συμβεί και χωρίς κάκωση ή πλήξη του κρανίου. Συνήθως η αρτηριακή ρήξη συμβαίνει στα εγκεφαλικά ημισφαίρια, αλλά μερικές φορές μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλα μέρη του εγκεφάλου (π.χ. στην παρεγκεφαλίδα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος). Το αίμα που διαφεύγει από το αγγείο διαχεέται γύρω από αυτό, σχηματίζοντας κυκλική ή ωοειδή μάζα διαμέτρου μέχρι μερικών εκατοστόμετρων και διασπά τον εγκεφαλικό ιστό καθώς συνεχίζεται η αιμορραγία και αυξάνεται ο όγκος του. Οι παρακείμενοι εγκεφαλικοί ιστοί παρεκτροπίζονται και παραμορφώνονται.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Τα συμπτώματα είναι αιφνίδια κεφαλαλγία, αδυναμία, σύγχυση και, συχνά, απώλεια της συνείδησης. Συνήθως το θύμα καταρρέει αναίσθητο στο έδαφος, χωρίς καμία προειδοποίηση. Μέσα σε λίγα λεπτά οι ώρες εμφανίζονται σημεία που οφείλονται στη διάσπαση του εγκεφαλικού ισοτύ (απώλεια της ομιλίας, παράλυση του προσώπου ή αδυναμία της μιας πλευράς του σώματος)
ΔΙΑΓΝΩΣΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΗ Η διάγνωση της ενδεγκεφαλικής αιμορραγίας τίθεται με υπολογιστική τομογραφία. Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι συνήθως αδύνατη λόγω αδυναμίας προσπέλασης της αγγειακής ρήξης και, κατά συνέπεια, εφαρμόζεται θεραπεία υποστήριξης και μείωσης της πίεσης του αίματος. Οι μεγάλες αιμορραγίες συνήθως είναι θανατηφόρες και η αναλογία των θυμάτων που επιζούν ανέρχεται σε 25%. Επανάληψη της αιμορραγίας στην ίδια θέση σπάνια παρατηρείται. Η πρόγνωση της ενδεγκεφαλικής αιμορραγίας και η μέθοδος αποκατάστασης των ασθενών που επιζούν είναι παρόμοιες με του εγκεφαλικού επεισοδίου.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Μεσοκαταμήνια αιμορραγία. Έξοδος αίματος ή «σταγόνων» από τον κόλπο μεταξύ των εμμήνων ρύσεων κατά τη λήψη αντισυλληπτικών – και ιδιαίτερα του minipill – από το στόμα. Παρατηρείται συχνότερα στη διάρκεια των πρώτων μηνών της από του στόματος αντισύλληψης, όταν το σώμα προσαρμόζεται στις μεταβολές των ορμονικών συγκεντρώσεων. Η μεσοκαταμήνια απώλεια αίματος στη διάρκεια της κύησης ή χωρίς να εφαρμόζεται από του στόματος αντισύλληψη μπορεί να είναι σύμπτωμα σημαντικής διαταρχής (βλ. Αιμορραγία κολπική).
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΕΠΙΣΚΛΗΡΙΔΙΑ Αιμορραγία (λέγεται και εξωσκληρίδια) στο σχιμοειδή χώρο μεταξύ της έσω επιφάνειας της σκληρής μήνιγγας (της εξωτερικότερης από τις μεμβράνες του προστατεύουν τον εγκέφαλο).
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Η επισκληρίδια αιμορραγία οφείλεται συνήθως σε πλήξη της πλάγιας επιφάνειας του κεφαλιού. Η οποία προκαλεί κάταγμα του κρανίου και ρήξη κάποιας αρτηρίας που οδεύει στην επιφάνεια της σκληρής μήνιγγας. Μπορεί να παρατηρηθεί στιγμιαία απώλεια της συνείδησης. Στην περιοχή της αιμορραγίας σχηματίζεται αιμάτωμα (συλλογή θρομβωμένου αίματος), που αυξάνεται γρήγορα σε μέγεθος προκαλώντας αύξηση της ενδοκρανιακλης πίεσης (η οποία αποτελεί το κύριο αίτιο των συμπτωμάτων που παρατηρούνται λίγες ώρες ή ημέρες μετά την κάκωση). Το άτομο παρουσιάζεί κεφαλαλγία της οποίας η ένταση βαθμιαία αυξάνεται` άλλα συμπτώματα είναι υπνηλία, έμετοι, σπασμοί και ημιπληγία(παράλυση της μίας πλευράς του σώματος). Τελικά ο ασθενής πέφτει σε κώμα και, αν η κατάσταση δεν αντιμετωπισθεί, είναι δυνατό να καταλήξει στο θάνατο.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η υπολογιστική τομογραφία επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Η θεραπεία συνίσταται σε διάνοιξη οπής με τρυπανισμό (βλ. Κρανιοανάρτηση), παροχέτευση των πηγμάτων του αίματος και συρραφή του αγγείου. Αν η αιμορραγία διαγνωσθεί έγκαιρα (πριν από την εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων), η πρόγνωση είναι άριστη, γεγονός που τονίζει τη σημασία της προσφυγής σε γιατρό για εξέταση και έρευνα, ακόμα και σε περιπτώσεις μέτριων κακώσεων του κεφαλιού (βλ. Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις).
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΚΟΛΠΙΚΗ Η έξοδος από τον κόλπο αίματος, που μπορεί να προέρχεται από τη μήτρα, τον τράχηλο ή το ίδιο τον κόλπο. Η συχνότερη πηγή κολπικής αιμορραγίας είναι η μήτρα και το πιθανότερο αίτιό της είναι η εμμηνορρυσία. Από την ενήβωση ως την εμμηνόπαυση οι γυναίκες παρουσιάζουν, συνήθως σε τακτικά διαστήματα, καταμήνια κολπική αιμορραγία, η οποία όμως μπορεί να εμφανίζει διαφορές προς τα χαρακτηριστικά και το χρόνο εμφάνισης. (βλ. διαταραχές της Εμμηνορρυσίας). Πιθανά αίτια αιμορραγίας της μήτρας άσχετης με την έμμηνη ρύση είναι η ενδομητρίτιδα (λοίμωξη του βλεννογόνου της μήτρας) και ο καρκίνος του ενδομητρίου (βλ.καρκίνος της Μήτρας), καταστάσεις που μπορεί να παρατηρηθούν και μετά τη εμμηνόπαυση. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση ορμονών (π,χ, αντισυλληπτικών από το στόμα) είναι δυνατό να προκαλέσει την εκροή σταγόνων αίματος ποτ συνήθως επιβάλλει τη ρύθμιση της δοσολογίας. Αιμορραγία από τη μήτρα μπορεί παρατηρηθεί και στη διάρκεια της κύησης. Η εμφάνιση αιμορραγίας κατά τους πρώτους μήνες της κύησης μπορεί να είναι σημείο επαπειλούμενης αποβολής, ενώ σε μεταγενέστερα στάδια μπορεί να είναι ένδειξη σοβαρών προβλξμάτων τηςμητέρας ή του εμβρύου. Η αιμορραγία από τον τράχηλο μπορεί να οφείλεται σε διάβρωσή του (βλ. Διάβρωση τραχήλου της Μήτρας), μετά από συνουσία. Αιμορραγία μπορούν επίσης να προκαλέσουν η τραχηλίτιδα (φλεγμονή) και οι πολύποδες του τραχήλου. Η αιμορραγία μπορεί να είναι επίσης σημείο σοβαρότερης διαταραχής (βλ.καρκίνος τραχήλου της Μήτρας). Η κολπική αιμορραγία που προέρχεται από τα τοιχώματα του κόλπου είναι λιγότερο συχνή από εκείνη που προέρχεται από τη μήτρα ή τον τράχηλό της. Το πιθανότερο αίτιο της είναι ο τραυματισμός του κόλπου στη διάρκεια της συνουσίας, ιδιαίτερα μετά την εμμηνόπαυση, οπότε τα κολπικά τοιχώματα γίνονται λεπτότερα και πιο εύθραυστα. Σε ακραίες περιπτώσεις, η έξοδος αίματος οφείλεται σε καρκίνο του κόλπου.Κάθε αιμορραγία που δεν οφείλεται σε έμμηνη ρύση πρέπει να διερευνάται για να αποκλεισθούν σοβαρά αίτιά της. Οι λοιμώξεις του κόλπου αντιμετωπίζονται με αντιβιοτικά. Η ευθραυστότητα των κολπικών τοιχωμάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί με κρέμα που περιέχει οιστρογόνα. Οι νεοπλασίες, όπως πολύποδες, τα ινομυώματα και ο καρκίνος της μήτρας αντιμετωπίζονται με χειρουργική θεραπεία.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΚΕΤΟ Υπέρμετρη απώλεια αίματος μετά τον τοκετό, η οποία παρατηρείται στο 2% περίπου όλων των κυήσεων. Είναι συχνότερη μετά από παρατεταμένο τοκετό, πολλαπλή κύηση ή χορήγηση στη γυναίκα γενικής αναισθησίας. Πριν από την καθιέρωση της μετάγγισης αίματος η αιμορραγία μετά τον τοκετό αποτελούσε συχνό αίτιο θανάτου της μητέρας.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιμορραγία παρατηρείται αμέσως μετά τον τοκετό και οφείλεται σε υπέρμετρη υπέρμετρη απώλεια αίματος από η θέση πρόσφυσης του πλακούντα στο βλεννογόνο της μήτρας. Τέτοια αιμορραγία μπορούν να προκαλέσουν η ανεπαρκείς σύσπαση της μήτρας μετά τον τοκετό ή την κατακράτηση πλακουντιακού ιστού στη μήτρα. Αιμορραγία αμέσως μετά τον τοκετό είναι επίσης δυνατό να προκληθεί από ρήξεις σε οποιοδήποτε σημείο του γεννητικού σωλήνα. Η πρόκληση ρήξεων είναι πιθανότερη σε περιπτώσεις τοκετού με εμβρυουλκία ή ισχιακής προβολής του εμβρύου. Μερικές φορές μπορεί να οφείλεται σε αιμορραγική διαταραχή της μητέρας. Σπανιότερα η αιμορραγία εμφανίζεται 5-10 ημέρες μετά τον τοκετό και συνοδεύεται από πόνο και πυρετό. Το αίτιο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως λοίμωξη λόγω ατελούς αποκόλλησης του πλακούντα.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η απώλεια αίματος αναπληρώνεται με μετάγγιση και η καταπληξία (shock), αν υπάρχει, αντιμετωπίζεται με επείγοντα μέτρα. Κατά τα άλλα, η κατάσταση αντιμετωπίζεται ανάλογα με το αίτιό της. Αν υπάρχουν υπολείμματα πλακούντα, αφαιρούνται κάτω από γενική αναισθησία, ενώ οι συσπάσεις της μήτρας μπορούν να προκληθούν με ένεση εργοβίνης και οι ρήξεις του κόλπου ή του τραχήλου της μήτρας συρράπτονται, Σε περίπτωση λοίμωξης εφαρμόζεται θεραπεία με αντιβιοτικά.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑΣ Η αντίδραση του οργανισμού στην εσωτερική ή εξωτερική αιμορραγία συνίσταται σε σύσπαση των αγγείων που έχουν υποστεί βλάβες και σε πήξη του αίματος στη θέση της κάκωσης. Ταυτόχρονα μπορεί να ελαττωθεί η ροή αίματος στη θέση της κάκωσης, Ταυτόχρονα μπορεί να ελαττωθεί η ροή αίματος στο δέρμα και στους μυς για να εξασφαλισθεί η επαρκής αιμάτωση του εγκεφάλου, των νεφρών και των άλλων ζωτικών οργάνων. Η απώλεια μεγάλης ποσότητας προκαλεί γρήγορη και εντυπωσιακή πτώση της αρτηριακής πίεσης, η οποία συνοδεύεται από αδυναμία, σύγχυση, ωχρότητα και εφίδρωση καθώς ο οργανισμός προσπαθεί αν αντεπεξέλθει στην απώλεια αίματος.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Όταν η αιμορραγία είναι μεγάλη, μπορούν να γίνουν εγχύσεις φυσιολογικού ορού ή πλάσματος ώστε να αναπληρωθούν τα υγρά που έχουν χαθεί από την κυκλοφορία. Αν έχει χαθεί μεγάλη ποσότητα αίματος, μπορεί να απαιτηθεί και μετάγγιση αίματος. Τα μεγάλα τραύματα πρέπει να συγκλείονται με συρραφή, που είναι αποτελεσματικός τρόπος ανάσχεσης της αιμορραγίας από το τριχωτό του κεφαλιού και μειώνει τον κίνδυνο σχηματισμού ουλής. Αν μετά από ατύχημα υπάρχουν υπόνοιες ενδοκοιλιακής αιμορραγίας, ενδέχεται να απαιτηθεί υπολογιστική τομογραφία και/ή ερευνητική λαπαροτομία (χειρουργική διερεύνηση). Αν μια ενδοκρανιακή αιμορραγία πιέζει τον εγκέφαλο, θα πρέπει να διανοιχθεί οπή (κρανιοανάρτηση) στα οστά του κρανίου ώστε να αρθεί η πίεση στον εγκέφαλο. Η βαριά αιμορραγία μπορεί να απαιτήσει αντιμετώπιση στο χειρουργείο. Στη διάρκεια επεμβάσεων, τέλος, η αιμορραγία από μικρά αγγεία αντιμετωπίζεται με εφαρμογή αιμοστατικών λαβίδων και εν συνεχεία απολίνωση (δέσιμο) ή με διαθερμία (ηλεκτροπληξία: εφαρμογή υψίσυχνου ηλεκτρικού ρεύματος).
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΤΟΥ ΥΑΛΩΔΟΥΣ ΣΩΜΑΤΟΣ Αιμορραγία μέσα στο υαλώδες σώμα – την πηκτοειδή ουσία που περιέχει η κοιλότητα του οφθαλμικού βολβού μεταξύ κρυσταλλειδούς φακού και αμφιβληστροειδούς. Συχνό αίτιο αιμορραγίας του υαλώδους σώματος είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, κατά την οποία σχηματίζονται στον αμφιβληστροειδή νέα αιμοφόρα τριχοειδή που αιμορραγούν εύκολα. Η αιμορραγία του υαλώδους σώματος τείνει να επηρεάζει την όραση` οι μεγάλες κεντρικές αιμορραγίες μειώνουν πολύ την όραση για όσο διάστημα παραμένει το αιμάτωμα. Σε περίπτωση περιφερικής αιμορραγίας, το αίμα μπορεί να απορροφηθεί, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της διαύγειας του υαλώδους σώματος, αλλά αν η ποσότητά του είναι μεγάλη, μπορεί να παραμείνει για εβδομάδες ή μήνες ή και να μην εξαλειφθεί ποτέ εντελώς.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΥΠΑΡΑΧΝΟΕΙΔΗΣ Τύπος εγκεφαλικής αιμορραγίας στην οποία το αίμα διαχέεται στην επιφάνεια του εγκεφάλου.
ΑΙΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ Το συχνότερο αίτιο υπαραχνοειδούς αιμορραγίας είναι ρήξη ανευρύσματος (προβολής τμήματος εξασθενημένου αγγειακού τοιχώματος), συχνά του αγγειακού κύκλου της βάσης του εγκεφάλου (κύκλου του Willis). Λιγότερο συχνά, υπαραχνοειδή αιμορραγία προκαλεί η ρήξη αγγειώματος (παθολογικής υπερπλασίας εγκεφαλικών αγγείων). Το αίμα διαχέεται στο χώρο μεταξύ της αραχνοειδούς και της χοριοειδούς μήνιγγας (δηλαδή της μεσαίας και της εσωτερικότερης από τις τρεις προστατευτικές μεμβράνες του εγκεφάλου)και αναμιγνύονται με το εγκεφαλονωτιαίο υγρό το οποίο περιέχει αυτός ο χώρος. Η υπαραχνοειδής αιμορραγίας συνήθως είναι αυτόματη και επέρχεται χωρίς να προηγηθεί κάκωση του κεφαλιού, αλλά είναι δυνατό να παρατηρηθεί και μετά από σωματική προσπάθεια στην οποία το άτομο δεν είναι συνηθισμένο. Η ετήσια συχνότητά της στις ανεπτυγμένες χώρες είναι περίπου 5-10 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού` είναι δηλαδή κάπως μικρότερη από τη συχνότητα της ενδεγκεφαλικής αιμορραγίας (τύπου εγκεφαλικού επεισοδίου)στην οποία το αίμα διαχέεται μέσα στον ίδιο τον εγκέφαλο. Η υπαραχνόειδής αιμορραγία είναι ιδιαίτερα συχνή στις ηλικίες μεταξύ 35 και 60 ετών.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Η αιμορραγία μπορεί να προκαλέσει άμεση απώλεια της συνείδησης ή αιφνίδια αφόρητη κεφαλαλγία την οποία συχνά ακολουθεί απώλεια της συνείδησης. Αν το άτομο διατηρήσει τις αισθήσεις του, είναι δυνατό να αναπτυχθούν άλλα συμπτώματα, όπως φωτοφοβία (ευαισθησία στο ζωηρό φως), ναυτία, έμετος, υπνηλία και δυσκαμψία του αυχένα. Οι αναίσθητοι ασθενής είναι δυνατό να ανανήψουν, αλλά στη διάρκεια της ίδιας ημέρας ή μέσα σε εβδομάδες συχνά επέρχονται νέες, και πολλές φορές θανατηφόρες, κρίσεις.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με υπολογιστική τομογραφία και οσφυονωτιαία παρακέντηση κατά την οποία διαπιστώνεται η παρουσία μεγάλης ποσότητας αίματος στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Η θέση της αγγειακής ρήξης διαπιστώνεται με αγγειογραφία (λήψη ακτινογραφιών μετά από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας στην κυκλοφορία του αίματος), η οποία όμως εκτελείται αφού όμως σταθεροποιηθεί η κατάσταση του ασθενούς.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η θεραπεία συνίσταται σε γενικά μέτρα υποστήριξης της ζωής, κλινοστατισμό και μέτρα μείωσης του κινδύνου υποτροπής, με κυριότερο τον έλεγχο της υπέρτασης. Σε μερικές περιπτώσεις ρήξης ανευρύσματος, η εστία της αιμορραγίας είναι χειρουργικά προσπελάσιμη. Επίσης, μερικές φορές, μπορούν να αποκλεισθούν, να αποφραχθούν ή να αφαιρεθούν με χειρουργικής επέμβαση διάφορα αγγειώματα. Συνήθως η επέμβαση εκτελείται μερικές εβδομάδες μετά την οξεία προσβολή. Στο 1/3 περίπου των περιπτώσεων ακολουθεί πλήρης ανάρρωση` και σε ένα άλλο 1/6, ο ασθενής επίσης συνέρχεται αλλά με κάποια υπολειμματική αναπηρία, π.χ. παράλυση, ελάττωση της νοημοσύνης ή επιληψία. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις (περίπου 50%) καταλήγουν στο θάνατο κατά την πρώτη αιμορραγία ή σε κάποια υποτροπή.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΥΠΟΣΚΛΗΡΙΔΙΑ Αιμορραγία μεταξύ της σκληρής και της αρανοειδούς μήνιγγας (της εξωτερικής και της μεσαίας από τις μήνιγγες, τις μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο). Βαθμιαία το παγιδευμένο αίμα σχηματίζει μεγάλο ενδοκρανιακό αιμάτωμα. Το συχνότερο αίτιο υποσκληρίδιας αιμορραγίας είναι η ρήξη φλεβών της κάτω επιφάνειας της σκληρής μήνιγγας μετά από πλήξη του κεφαλιού. Η διαταραχή παρατηρείται συχνότερα μετά από πτώσεις υπερήλικων ή αλκοολικών ατόμων.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ Η αιμορραγία αναπτύσσεται με αργό ρυθμό` μπορεί να περάσουν εβδομάδες ή και μήνες ώσπου τι αιμάτωμα να αποκ΄τησει τέοτιο μέγεθος για να προκαλέσει συμπτώματα αυξάνοντας την ενδοκρανιακή πίεση και εκτοπίζοντας και πιέζοντας τον εγκεφαλικό ιστό. Τα συμπτώματα, που έχουν τη τάση να διακυμαίνονται, είναι κεφαλαλγία, επεισόδια σύγχυσης και υπνηλίας και ανάπτυξη αδυναμίας ή παράλυση της μιας πλευράς του σώματος. Το άτομο που θα παρουσιάσει τέτοια συμπτώματα πρέπει αμέσως να συμβουλευθεί γιατρό και, επειδή η συμπτωματολογία είναι παρόμοια με του εγκεφαλικού επεισοδίου, πρέπει να αναφέρεται και οποιαδήποτε άλλη κάκωση του κεφαλιού που έχει συμβεί μέσα στους προηγούμενους λίγους μήνες.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με αγγειογραφία (λήψη ακτινογραφιών μετά από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας στην κυκλοφορία) και με υπολογιστική τομογραφία, με τις οποίες εντοπίζεται και η θέση του αιματώματος, Η θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται σε κρανιοτομία (κρανιοανάρτηση), για να παροχετευθεί το αιμάτωμα, και σε αποκατάσταση των αιμοφόρων αγγείων. Αν πραγματοποιηθεί αρκετά σύντομα, συνήθως ακολουθείται από πλήρης ανάρρωση, (βλ. Αιμορραγία επισκληρίδια καικακώσεις του Κεφαλιού).
|