Έγχυση μεγάλων όγκων αίματος ή συστατικών του κατευθείαν στην κυκλοφορία, με σκοπό κυρίως την αντιμετώπιση μεγάλης απώλειας αίματος ή τη διόρθωση αναιμίας. Πριν από την ανακάλυψη, στις αρχές του αιώνα, των ομάδων αίματος η μετάγγιση ήταν επικίνδυνη και συχνά προκαλούσε βαριές αντιδράσεις ή και θάνατο. Η διεύρυνση των γνώσεων γύρω από τις περίπλοκες ιδιότητες του αίματος και των συστατικών του έχει μετατρέψει σήμερα τη μετάγγιση σε μέθοδο ασφαλή, αν και όχι ακόμα τελείως απαλλαγμένη ενδεχομένων επιπλοκών.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ Μετάγγιση αίματος είναι δυνατό να χρειάζεται ένα άτομο που αιμορραγεί βαριά μετά από ατύχημα ή χάνει πολύ αίμα στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης. Μπορεί επίσης να απαιτηθεί η χορήγησή αίματος σε περίπτωση εσωτερικής αιμορραγίας, π.χ. από πεπτικό έλκος. Η χρόνια αναιμία που δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική θεραπεία είναι δυνατό να απαιτήσει αντιμετώπιση με μεταγγίσεις αίματος (π.χ. σε καταστάσεις όπως η θαλασσαιμία και οι λευχαιμίες). Στην αφαιμαξομετάγγιση, όλη σχεδόν η ποσότητα του αίματος που αντικαθίσταται με αίμα δότη. Η μέθοδος αύτη χρησιμοποιείται συχνότερα σε περιπτώσεις αιμολυτικής νόσου των νεογνών, όταν οι παθολογικές μεγάλες συγκεντρώσεις χολερυθρίνης στο αίμα είναι δυνατό να προκαλέσουν εγκεφαλική βλάβη.
ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Πριν από τη μετάγγιση, το αίμα πρέπει να διασταυρώνεται για να επιβεβαιώνεται η συμβατότητά του. Η διασταύρωση συνίσταται στη λήψη δείγματος αίματος του δέκτη, στον προσδιορισμό της ομάδας στην οποία ανήκει, και στη δοκιμή της συμβατότητάς του με το αίμα του κατάλληλου δότη. Η δοκιμή αυτή εκτελείται με ανάμιξη μικρών ποσοτήτων από τα δύο δείγματα σε αντικειμενοφόρο πλάκα και μικροσκοπική εξέταση αποκλεισμού της ύπαρξης στο αίμα του δέκτη αντισωμάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβες στα ερυθροκύτταρα του δότη. Συνήθως η διασταύρωση μπορεί να ολοκληρωθεί σε μία ώρα ή λιγότερο. Αν όμως η απώλεια αίματος του ασθενούς είναι πολύ γρήγορη, ενδέχεται να είναι αδύνατη αυτή η αναμονή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ως τη διάθεση του διασταυρωμένου κατάλληλου αίματος, μπορούν να χορηγηθούν στον ασθενή αδιασταύρωτο αίμα ομάδας Ο Rh-αρνητικό (“γενικού” ή “παγκοσμίου” δότη), διάλυμα πρωτεiνών του πλάσματος ή τεχνητό υποκατάστατο του πλάσματος. Η έγχυση (μετάγγιση) του αίματος γίνεται από φλέβα του άνω άκρου. Συνήθως μία μονάδα (περίπου 500 ml) αίματος χορηγείται σε διάστημα 1 – 4 ωρών, αλλά σε επείγουσες περιπτώσεις μπορεί να δοθεί και μέσα σε μερικά λεπτά. Η απαιτούμενη ποσότητα αίματος εξαρτάται από το μέγεθος της απώλειας ή από τη βαρύτητα της αναιμίας. Συνήθως, όταν απαιτείται μετάγγιση, η χορήγηση περισσοτέρων από μία μονάδων ενέχει και σχετικούς κινδύνους. Στη διάρκεια της μετάγγισης προσδιορίζονται σε τακτά διαστήματα οι σφύξεις, η πίεση του αίματος και η θερμοκρασία του ασθενούς, και, αν παρατηρηθεί κάποιο παθολογικό σημείο αντίδρασης, η μετάγγιση διακόπτεται.
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ Αν η διασταύρωση δεν είναι αξιόπιστη, τα αντισώματα του αίματος του δέκτη θα προκαλέσουν λύση ασύμβατων ερυθροκυττάρων (αιμόλυση) του δότη. Οι πιο βαριές αντιδράσεις είναι δυνατό να οδηγήσουν σε καταπληξία ή νεφρική ανεπάρκεια και οι λιγότερο βαριές να προκαλέσουν πυρετό, ρίγη, εξάνθημα ή, αργότερα, αναιμία. Αντιδράσεις της μετάγγισης μπορούν επίσης να είναι αποτέλεσμα αλλεργίας στα λευκοκύτταρα, στις πρωτεiνες του πλάσματος ή στα αιμοπετάλια του χορηγούμενου αίματος. Αν το αίμα του δότη σε έχει υποβληθεί σε ανιχνευτικές διαγνωστικές δοκιμασίες (screening tests), είναι δυνατό να προκληθούν λοιμώξεις, όπως ηπατίτιδα Β, AIDS, σύφιλη και ελονοσία. Σήμερα, πάντως, το αίμα που ρποορίζεται για μετάγγιση εξετάζεται προσεκτικά και ο κίνδυνος λοίμωξης είναι πολύ μικρός. Η μετάγγιση αίματος σε ηλικιωμένα άτομα ή ασθενείς με βαριά αναιμία είναι δυνατό να επιβαρύνει την κυκλοφορία και να προκαλέσει, έτσι, καρδιακή ανεπάρκεια. Για να αποφευχθεί αυτή η επιπλοκή, ενδέχεται να απαιτηθεί ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών, τα οποία προκαλούν απώλεια υγρών. Σε ασθενείς με χρόνια αναιμία που έχουν ανάγκη τακτικών μεταγγίσεων για πολλά χρόνια, είναι δυνατό να προκληθεί εναπόθεση περίσσειας σιδήρου (αιμοσιδήρωση), η οποία προκαλεί βλάβες σε όργανα όπως η καρδιά, το ήπαρ και το πάγκρεας. Η επικίνδυνη συσσώρευση σιδήρου μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη χορήγηση δεσφεριοξαμίνης.
ΑΙΜΑΤΟΣ, ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ, ΑΥΤΟΛΟΓΗ Η χρησιμοποίηση για μετάγγιση, στη διάρκεια επέμβασης, αίματος του ιδίου ασθενούς το οποίο έχει ληφθεί σε προγενέστερο χρόνο. Η αυτόλογη μετάγγιση αίματος αποσκοπεί στη μείωση κινδύνων μετάδοσης στο δέκτη λοίμωξης με το αίμα άλλου δότη. Αυτόλογες μεταγγίσεις σε μεγάλη κλίμακα πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε ορισμένες μεγάλες επεμβάσεις, και οι σχετικές υπηρεσίες εξακολούθησαν να αναπτύσσονται και κατά τη διάρκεια του 1970. Ο φόβος του συνδρόμου της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας δημιούργησε κατά τη δεκαετία του 1980 ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις για την εφαρμογή της μεθόδου.
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ Η αυτόλογη μετάγγιση εξαλείφει τον περιορισμένο αλλά σοβαρό κίνδυνο μετάδοσης στο δέκτη μολυσμένου αίματος από τον ιό του AIDS (HIV) ή της ηπατίτιδας. Επίσης εξαλείφει τον κίνδυνο μετάδοσης του κυτταρομεγαλοiού, της ελονοσίας και της σύφιλης.Ένα άλλο πλεονέκτημα της αυτόλογης μετάγγισης είναι η ελάττωση του κινδύνου αντίδρασης λόγω ασυμβατότητας αίματος δέκτη και δότη. Η αυτόλογη μετάγγιση εφαρμόζεται και παράνομα σε επαγγελματίες αθλητές. Η εκτέλεσή της αμέσως πριν τη συμμετοχή στον αγώνα - «ντοπάρισμα με αίμα» – αυξάνει την ικανότητα μεταφοράς οξυγόνου με το αίμα και, με αυτόν τον τρόπο, βελτιώνει την αντοχή.
ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Το αίμα μπορεί να ληφθεί (με τον ίδιο τρόπο όπως και κατά την αιμοδοσία) σε μερικές συνεδρίες που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον κατά 4 ημέρες και μέχρι 3 ημέρες πριν από την επέμβαση. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ληφθούν συνολικά μέχρι 4 λίτρα αίματος που συντηρούνται ώσπου να χρησιμοποιηθούν. Στον ασθενή χορηγείται σίδηρος για να είναι βέβαιη η αναπλήρωση των κυττάρων του αίματος από τον μυελό των οστών.
|