Η αποβολή του αίματος με εμετό είναι σύμπτωμα αιμορραγίας από τον πεπτικό σωλήνα και συνήθως οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή του οισοφάγου, του στομαχιού ή του δωδεκαδακτύλου. Αιματέμεση μπορούν να προκαλέσουν η ρήξη της βλεννογόνου της κατώτερης μοίρας του οισοφάγου (βλ. Mallory – Weiss, σύνδρομο), η αιμορραγία κιρσών του οισοφάγου (διευρυσμένων φλεβών του οισοφάγου και της άνω μοίρας του στομάχου), η βαριά διαβρωτική γαστρίτιδα (φλεγμονή του βλεννογόνου του στομάχου), το πεπτικό έλκος ή, σε σπάνιες περιπτώσεις, τα κακοήθη νεοπλάσματος του στομάχου (βλ. στομάχου, καρκίνο του). Με εμετό μπορεί επίσης να αποβληθεί το αίμα της ρινορραγίας που καταπίνεται. Το αίμα της αιματέμεσης μπορεί να είναι βαθυκόκκινο, καστανόχρωμο, μαύρο ή να μοιάζει με το κατακάθι του καφέ (λόγω της επίδρασης του υδροχλωρικού οξέος του στομάχου). Ανάλογα με το βαθμό της εσωτερικής αιμορραγίας και την ποσότητα του περιεχομένου του στομάχου, το αίμα μπορεί να υπάρχει στο έμεσμα ως πρόσμιξη ή να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του. Συχνά η αιματέμεση συνοδεύεται από μέλαινα (μαύρη, σαν πίσσα) κένωση. Τα αίτια της αιματέμεσης διερευνώνται με ενδοσκόπηση (εισαγωγή γαστροσκοπίου στον οισοφάγο σκι στο στόμαχο) ή με ακτινολογικές εξετάσεις με βάριο. Αν η απώλεια αίματος είναι μεγάλη, μπορεί να απαιτηθεί μετάγγιση, είναι επίσης πιθανό να απαιτηθεί επίσχεση της αιμορραγίας με χειρουργική επέμβαση.
|