Κορτικοστεροειδής ορμόνη (παραγόμενη από το φλοιό των επινεφριδίων) η οποία ελέγχει την ποσότητα των αλάτων, περιλαμβανομένων των αλάτων καλίου και νατρίου, που αποβάλλεται στα ούρα. Μερικές κορτικοστεροειδείς ορμόνες (π.χ. αλδοστερόνη) έχουν μόνο δράση αλατοκορτικοειδούς ενώ άλλες (όπως η υδροκορτιζόνη) έχουν και δράση γλυκοκορτικοειδούς (δηλαδή υποβοηθούν τη ρύθμιση της χρησιμοποίησης των υδατανθράκων από τον οργανισμό)
|