Η χρησιμοποίηση μηχανήματος, που ονομάζεται μηχανικός αναπνευστήρας, το οποίο αναλάμβάνει την αναπνοή (και διατηρεί τη ζωή) σ επεριπτώσεις απώλειας ή αδυναμίας της φυσικής αναπνοής. (*)
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ Ανακοπή ή μεγάλη ελάττωση της αναπνοής μπορούν να προκαλέσουν οι βλάβες του κέντρου της αναπνοής (στο στέλεχος του εγκεφάλου) λόγω κρανιογκεφαλικής κάκωσης, πάθησης του εγκεφάλου ή λήψης μεγάλων δόσεων ναρκωτικών. Αναπνευστική δυσχέρεια είναι επίσης δυνατό να προκληθεί από βλάβη η δυσλειτουργία του αναπνευστικού μηχανισμού σε περιπτώσεις κακώσεων του θώρακα, παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος, νευρικών ή μυiκών διαταραχών ή μεγάλων ενδοθωρακικών ή ενδοκοιλιακών επεμβάσεων. Μερικές φορές οι δυσκολίες οφείλονται σε προβλήματα που ανακύπτουν στη διάρκεια αναισθησίας. Ανάγκη αερισμού μπορούν επίσης να έχουν τα πού πρόωρα βρέφη με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρεια, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο μηχανικός αερισμός διατηρείται ώσπου οι πνεύμονες του βρέφους να αναπτυχθούν ικανοποιητικά ώστε να ανταποκρίνονται στις αναπνευστικές ανάγκες χωρίς βοήθεια.
ΤΡΟΠΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ο ασθενής συνδέεται στον αναπνευστήρα με ενδοτραχειακό σωλήνα που εισάγεται στην τραχεία από τη μύτη ή το στόμα. Αν είναι πιθανό ότι θα απαιτηθεί μηχανικός αερισμός για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο σωλήνας εισάγεται με οπή που διανοίγεται στην τραχεία (βλ. Τραχειοστομία). Στους ασθενείς που διατηρούν τις αισθήσεις τους ή προσεγγίζουν το τέλος της αναισθησίας συνήθως χορηγούνται μυοχαλαρωτικά και κατασταλτικά φάρμακα για να μη προβάλλουν αντίσταση στην εισαγωγή και στην ερεθιστική παρουσία του ενδοτραχειακού σωλήνα. Στη διάρκεια του μηχανικού αερισμού ελέγχονται τακτικά σε δείγματα αίματος οι συγκεντρώσεις του οξυγόνου και άλλων αερίων στο αίμα του ασθενούς, εκτιμάται η κατάσταση των πνευμόνων με λήψη ακτινογραφιών του θώρακα και παρακολουθούνται ο σφυγμός, η πίεση του αίματος, ο καρδιακός ρυθμός και η θερμοκρασία του σώματος.Όσο διαρκεί η σύνδεση με τον αναπνευστήρα δεν είναι δυνατή η λήψη τροφής και υγρών από το στόμα. Γι‘ αυτό το λόγο χορηγούνται στον ασθενή υγρά με ενδοφλέβια έγχυση. Με τον ίδιο τρόπο ενδέχεται να χορηγηθούν φάρμακα. Η αδυναμία του ασθενούς να βήξει μπορεί να οδηγήσει σε συλλογή εκκριμάτων στους πνεύμονες. Τα εκκρίματα απομακρύνονται με αναρρόφηση και, για να εμποδισθεί νέα συλλογή τους, εφαρμόζεται εντατική αναπνευστική θεραπεία. Όταν αρχίζει η ανάρρωση, ο ασθενής αποσυνδέεται από τον αναπνευστήρα. Σ’ αυτή τη φάση, του επιτρέπεται να αναπνέει από τη φυσική οδό για διαρκώς μεγαλύτερες περιόδους και σε διαρκώς συχνότερα διαστήματα Μετά την επάνοδο των αερίων του αίματος στα φυσιολογικά επίπεδα κατά την αυτόματη αναπνοή, ο ασθενής αποσυνδέεται οριστικά από τον αναπνευστήρα.
|