Τεχνικός όρος για την περιγραφή κακοήθους όγκου, ή καρκίνου, αδένα ή αδενικού ιστού ή νεοπλάσματος του οποίου τα αδενικής προέλευσης κύτταρα σχηματίζουν αδενοειδή μορφώματα. Το αδενοκαρκίνωμα αναπτύσσεται από το επιθήλιο, δηλαδή στη στιβάδα των κυττάρων που υπαλείφει το εσωτερικό ενός οργάνου. Οι καρκίνοι του παχέος εντέρου, του μαστού, του παγκρέατος και του νεφρού είναι συνήθως αδενοκαρκινώματα, όπως είναι κάποια ποσοστά καρκίνων του τραχήλου της μήτρας, του οισοφάγου, των σιελογόνων αδένων και πολλών άλλων οργάνων (βλ. Εντέρου, καρκίνος του, Νεφρού, καρκίνος του, Παγκρέατος, καρκίνος του).
|