Η απώλεια της γεύσης. Συνήθως παρατηρείται ως συνέπεια απώλειας της αίσθησης της όσφρησης (συνήθως λόγω κοινού κρυολογήματος ή γρίπης), η οποία συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη γεύση. Η απώλεια της γεύσης χωρίς ανοσμία (διατηρείται η όσφρηση) είναι σχετικά σπάνια. Πιθανά αίτια της μπορούν να αποτελέσουν οι καταστάσεις που προκαλούν ξηροστομία, διότι οι γευστικοί κάλυκες μπορούν να ανιχνεύσουν τις υπεύθυνες για τις γεύσεις ουσίες μόνον εφόσον αυτές διαλυθούν στο σίελο. Πλήρη ή μερική αγευσία μπορούν να προκαλέσουν οι βλάβες των ίδιων των γευστικών καλύκων σε περιπτώσεις στοματίτιδας. (φλεγμονής του στόματος), καρκίνου του στόματος ή εφαρμογής ακτινοθεραπείας στο στόμα (η οποία προκαλεί βλάβες και των σιελογόνων αδένων) με σκοπό τη θεραπεία καρκίνου, οι παρενέργειες ορισμένων φαρμάκων και, συχνότερα, η φυσική εκφύλιση των γευστικών καλύκων η οποία συνεπάγεται το γήρας. Απώλεια της γεύσης μπορούν επίσης να προκαλέσουν οι βλάβες των κρανιακών νεύρων που άγουν τα γευστικά αισθήματα στον εγκέφαλο. Οι βλάβες αυτές είναι δυνατό να οφείλονται σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση, νεόπλασμα του εγκεφάλου ή των ίδιων των αισθητικών νεύρων της γεύσης, ή σε χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι ή στον τράχηλο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αγευσία συνήθως συνδυάζεται με παράλυση του προσώπου. Διαταραχές της γεύσης παρατηρούνται και σε μερικές ψυχικές διαταραχές, αλλά τότε έχουν συνήθως τη μορφή γευστικών ψευδαισθήσεων και όχι πραγματικής αγευσίας.
|