Ονομασία δύο συγγενών πρωτεiνών που συμμετέχουν στη ρύθμιση της πίεσης του αίματος. Η πρώτη, η αγγειοτενσίνη Ι, είναι αδρανής και μετατρέπεται στη δραστική δεύτερη μορφή, την αγγειτενσίνη ΙΙ, με τη δράση ενός ενζύμου μετατροπής. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ προκαλεί στένωση των μικρών αγγείων των ιστών, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος. Επίσης διεγείρει την απελευθέρωση από το φλοιό (εξωτερική μοίρα) των επινεφριδίων της ορμόνης αλδοστερόνης, η οποία επίσης προκαλεί αύξηση της πίεσης του αίματος. Ορισμένες νεφρικές διαταραχές μπορούν να προκαλέσουn αύξηση της παραγωγής αγγειοτενσίνης ΙΙ, με συνέπεια υπέρταση (αύξηση της πίεσης του αίματος). Η υπέρταση, ανεξάρτητα από την αιτιολογία της, μπορεί να αντιμετωπισθεί με φάρμακα, γνωστά ως αναστολείς του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης, τα οποία μειώνουν το σχηματισμό αγγειοτενσίνης ΙΙ. Αγγειοτενσίνης, ενζύμου μετατροπής της, αναστολείς.
ΣΥΝΗΘΗ ΦΑΡΜΑΚΑ Εναλαπρίλη, Καπτοπρίλη
Ομάδα αγγειοδιασταλτικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται από το 1981. Οι αναστολείς του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας, συνήθως όταν άλλα φάρμακα δεν έχουν αποτέλεσμα. Μερικές φορές χορηγούνται μαζί με άλλα φάρμακα, όπως διουρητικά ή β – αναστολείς.
ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ Οι αναστολείς του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης (πρωτεiνης του αίματος) αποκλείουν το ένζυμο που μετατρέπει την ανενεργό μορφή αγγειοτενσίνη Ι στη δραστική αγγειοτενσίνη ΙΙ, η οποία προκαλεί αγγειοσυστολή. Μειώνοντας την παραγωγή αγγειοτενσίνης ΙΙ, οι αναστολείς του ενζύμου προκαλούν μείωση της αγγειοσυστολής, διευκολύνοντας έτσι τη ροή του αίματος, με αποτέλεσμα την ελάττωση της αρτηριακής πίεσης.
ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Ναυτία, απώλεια της γεύσης, κεφαλαλγία, ζάλη και ξηρός βήχας. Η πρώτη δόση μπορεί να μειώσει τόσο πολύ την αρτηριακή πίεση ώστε να προκληθεί κατάρρευση του ασθενούς, γι’αυτό και συχνά η θεραπεία αρχίζει σε νοσοκομείο.
|