Η φλεγμονή των αιμοφόρων αγγείων. Συνήθως η αγγειίτιδα οδηγεί σε βλάβη του έσω χιτώνα των αγγείων με αποτέλεσμα τη στένωση ή απόφραξη του και, έτσι, τον περιορισμό ή τη διακοπή της ροής του αίματος. Συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η βλάβη των ιστών που αιματώνονται από τα αγγεία αυτά ή η καταστροφή του λόγω ισχαιμίας (δηλαδή λόγω έλλειψης αίματος και, άρα, οξυγόνου). Πιστεύεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αγγειίτιδα προκαλείται από σωμάτια που κυκλοφορούν στο αίμα και είναι γνωστά ως ανοσοσυμπλέγματα. Τα ανοσοσυμπλέγματα αποτελούνται από αντιγόνα (ξένες πρωτεΐνεςπ.χ. μικροβιακές) ενωμένα με αντισώματα που έχουν παραχθεί εναντίον των αντιγόνων. Κανονικά, τα ανοσοσυμπλέγματα καταστρέφονται από φαγοκύτταρα (είδη λευκοκυττάρων), αλλά μερικές φορές καθιζάνουν και προσκολλώνται στα τοιχώματα των αγγείων προκαλώντας βαριά φλεγμονή. Σε μερικές τουλάχιστον περιπτώσεις, τα αντιγόνα που προκαλούν αγγειίτιδα είναι ιοί. Η αγγειίτιδα αποτελεί τη βασική παθολοανατομική διαταραχή σε ορισμένες καταστάσεις,όπως στην οζώδη περιαρτηρίτιδα, στο οζώδες ερύθημα, στην πορφύρα των Schonlein – Henoch, στην ορονοσία, στην κροταφική αρτηρίτιδα και στη νόσο του Buerger.
|