Η μέθοδος ακρόασης των ήχων που παράγονται στο εσωτερικό του σώματος, η οποία έχει σκοπό την εκτίμηση της λειτουργίας οργάνων ή την αναζήτηση σημείων πάθησης. Οι ήχοι ακούγονται με τη βοήθεια στηθοσκοπίου. Για να ακροασθεί την καρδιά ο γιατρός τοποθετεί το στηθοσκόπιο σε τέσσερα σημεία του πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος τα οποία αντιστοιχούν στις θέσεις των καρδιακών βαλβίδων. Ο ασθενής κάθεται σε θέση ημικατάκλισης ή ξαπλώνει στο ένα ή στο άλλο πλευρό του και ο γιατρός ακροάται αναζητώντας διαταραχές της συχνότητας και του ρυθμού των καρδιακών παλμών, καρδιακά φυσήματα ή άλλους παθολογικούς καρδιακούς ήχους που είναι δυνατόν να αποτελούν ενδείξεις καρδιακού ελαττώματος ή βαλβιδικής καρδιοπάθειας. Κατά την ακρόαση των πνευμόνων ο γιατρός τοποθετεί το στηθοσκόπιο σε διάφορες περιοχές του πρόσθιου και του οπίσθιου τοιχώματος του θώρακα. Ο ασθενής αναπνέει κανονικά και μετά παίρνει βαθιές αναπνοές, ενώ ο γιατρός συγκρίνει τους ήχους των κινήσεων του αέρα στην αριστερή και στη δεξιά πλευρά. Οι παθολογικοί ήχοι, οι ρόγχοι, είναι δυνατό να αποτελούν ενδείξεις πνευμονίας, βρογχίτιδας ή πνευμονοθώρακα. Άλλοι ήχοι (οι υγροί ρόγχοι), που μοιάζουν με τριγμό ή ρήξη φυσαλίδων, παράγονται όταν στους πνεύμονες υπάρχει υγρό. Οι συρίτοντες ήχοι οφείλονται σε σπασμό των αεροφόρων οδών, συνήθως λόγω άσματος. Στη πλευρίτιδα είναι δυνατό να ακούγεται ήχος τριβής, που παράγεται από την επαφή των φλαιγμαινόντων πετάλων του υπεζωκότα κατά την αναπνοή. Ο γιατρός εξετάζει επίσης τις φωνητικές δονήσεις παραγγέλλοντας στον ασθενή να ψιθυρίζει λέξεις. Ο ήχος που παράγεται είναι εντονότερος όταν ο πνεύμονας περιέχει πύον (π.χ. λόγω πνευμονίας), διότι η μετάδοση του μέσου αυτού είναι καλύτερη σε σύγκριση με τη μετάδοση μέσα από τον γεμάτο με αέρα πνευμονικό ιστό. Η ακρόαση μπορεί να αφορά και τα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του δέρματος (συνήθως ακροώνται οι καρωτίδες στο τράχηλο, η κοιλιακή αορτή και οι νευρικές αρτηρίες), από τα οποία μεταδίδονται αγγειακά φυσήματα (ήχοι η μετάδοση τους οποίους παράγει η στροβιλώδης ή παθολογικά γρήγορη κυκλοφορία του αίματος). Οι ήχοι αυτοί παρατηρούνται όταν τα αιμοφόρα αγγεία έχουν υποστεί στένωση από αθήρωμα (εναποθέσεις λίπους) ή διάταση (π.χ. από ανεύρυσμα) ή όταν υπάρχει στένωση ή βλάβη καρδιακών βαλβίδων (όπως στην ενδοκαρδίτιδα). Η ακρόαση της κοιλίας αποσκοπεί στην αναζήτηση βορβορυγμών (πολύ έντονων ήχων που παράγονται κατά την κίνηση αερίων και υγρών μέσα στα έντερα) και παθολογικών εντερικών ήχων. Οι πρώτοι ενδέχεται να μην έχουν σημασία, αλλά οι δεύτεροι μπορούν να αποτελούν ένδειξη εντερικής απόφραξη
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ Συχνά η ιατρική εξέταση περιλαμβάνει και την ακρόαση – με στηθοσκόπιο – των ήχων που παράγονται στο εσωτερικό του σώματος. Μερικά όργανα κατά τη φυσιολογική λειτουργία τους παράγουν ήχους. Παραδείγματα αποτελούν η κίνηση των υγρών στο στόμαχο και στο έντερο, η διάνοιξη και η σύγκλειση των καρδιακών βαλβίδων και η κίνηση του αέρα στους πνεύμονες και στις αεροφόρους οδούς. Η παρουσία, όμως, παθολογικών ήχων συνήθως είναι ένδειξη πάθησης του συγκεκριμένου ιστού. Τέλος, η ακρόαση αποτελεί μέρος και της τακτικής εξέτασης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά την οποία ο μαιευτήρας ακούει την καρδιακή λειτουργία του εμβρύου.
Καρδιά Συνήθως το στηθοσκόπιο τοποθετείται σε τέσσερις θέσεις του πρόσθιου θωρακικού τοιχώματος. Οι θέσεις αυτές αντιστοιχούν στις θέσεις των καρδιακών βαλβίδων. Ο γιατρός αναζητεί την παρουσία φυσημάτων, μεταλλικών ήχων (κλικ) και επιπρόσθετων καρδιακών ήχων, ενδεικτικών της ύπαρξης βαλβιδοπάθειας.
Χρήση του στηθοσκόπιου Το άκρο του στηθοσκόπιου εφάπτεται στο δέρμα. Η κάψα με διάφραγμα μεταδίδει τους περισσότερους ήχους, ενώ ο κώδωνας ανιχνεύει τους χαμηλούς βύθιους ήχους
Καρωτίδα και κοιλιακή αορτή Ο γιατρός μπορεί να ακούσει τη ροή του αίματος από αγγεία που βρίσκονται αμέσως κάτω από το δέρμα. Η παρουσία αγγειακού φυσήματος συνήθως αποτελεί ένδειξη παθολογικής στένωσης ή διάτασης κάποιας αρτηρίας.
Κοιλιά Ο γιατρός μπορεί να αναζητήσει στην κοιλιά, τους ήχους της κίνησης των υγρών στο έντερο. Οι εντερικές διαταραχές είναι δυνατό να προκαλέσουν εξάλειψη, αλλοίωση ή αύξηση της έντασης αυτών των ήχων.
Πνεύμονες Ο γιατρός τοποθετεί το στηθοσκόπιο σε διάφορες περιοχές της πρόσθιας και της οπίσθιας (ραχιαίας) επιφάνειας του θώρακα και ακούει τους ήχους που παράγονται κατά την αναπνοή. Εκτός από τη σύγκριση των ήχων των δύο πνευμόνων αναζητεί επίσης την παρουσία υγρών ρόγχων και μουσικών (ξηρών) ή υγρών συριτόντων ήχων, που αποτελούν ενδείξεις ύπαρξης διαφόρων πνευμονικών παθήσεων.
|