Η Aγνωστη Καλαμπάκα
Oταν πηγαίνει κανείς να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Καλαμπάκα, έχει ακούσματα για το θαύμα των Μετεώρων, από διάφορες μαρτυρίες, και τη γλυκύτητα της πόλης που απλώνεται στα καταπόδια τους, την Καλαμπάκα. Oταν όμως φθάνει κανείς εκεί οδικώς ή με τρένο, βγαίνοντας σηκώνει τα μάτια πάνω από την πόλη και βλέπει τα βράχινα τείχη να υψώνονται μέχρι τον ουρανό. Η φράση «μια εικόνα χίλιες λέξεις» δεν αρκεί, καθώς οι λέξεις όσο πολλές και αν είναι δεν φθάνουν για να περιγράψουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα, την παράδοξη ομορφιά – αφουγκράζεσαι μόνο στη σιωπή τους αγαθούς αυτούς πέτρινους γίγαντες που στέκουν σαν φύλακες και θυμίζουν τους καλούς γίγαντες από το έργο «Κίτρινος ήχος» του Καντίνσκυ. Ο λαός της Καλαμπάκας μοιάζει να έχει τη γλυκύτητα και την καλοσύνη του νησιώτικου πληθυσμού της Ελλάδας, δεν είναι όμως τόσο παράλογο αυτό, αφού η μνήμη του νερού είναι στο DNA τους! Τα βράχια αυτά ήταν ύφαλος μιας μεγάλης λίμνης της Θεσσαλίας των προϊστορικών χρόνων, η πετρώδης ύλη τους είναι μορφή πέτρας βυθού! Η λίμνη μετατράπηκε σε πεδιάδα τότε που οι μετέπειτα θεοί του Δωδεκάθεου έπαιξαν ρόλο μεγάλων φωτισμένων βασιλιάδων της αρχαιότητας και συνέβαλαν στην αλλαγή των γεωφυσικών και οικολογικών προβλημάτων. Η μετατροπή από λίμνη σε πεδιάδα επιτεύχθηκε από τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, το πώς και το γιατί... ακόμα δεν είναι σαφές. Αλλωστε, μετά τον μεγάλο κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, από την ελλιπή μνήμη των ανθρώπων αυτοί οι βασιλιάδες θεοποιήθηκαν και έγιναν οι γνωστοί μας Δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Δήμητρα, θεά της γης, είχε σχέσεις (ερωτικές) με τον θεό των υδάτων, τον Ποσειδώνα, και έτσι συχνά ερμηνεύεται σε διάφορα κείμενα συμβολικά η παρουσία της, με τη σχέση νερού και γης για ευεργετική γονιμοποίηση. Έτσι, φαίνεται, και η Θεσσαλική λίμνη μετατράπηκε στην εύφορη θεσσαλική πεδιάδα για να κατοικηθεί από τους γενάρχες των προελλήνων, τους Πελασγούς – όπου αρχηγός τους ήταν ο γιος της Νιόβης ο Πελασγός και ο γιος του ο Αίμονας ο Θεσσαλός έδωσε στον τόπο το όνομά του, «Θεσσαλία». Τη δεύτερη χιλιετία κατεβαίνουν οι Ιωνες στην Ελλάδα και τμήματα της φυλής τους κατοικούν σε βράχους οργανώνοντας λατομεία στα οποία κατασκεύαζαν όπλα.
Η γεωγραφική θέση και γεωλογία κάνει τον τόπο ισχυρό στρατηγικό σημείο και αναπτύσσεται το αμυντικό σύστημα. Νοτιοδυτικά της πόλης της Καλαμπάκας βρίσκονται αρχαίοι τάφοι και συχνά σε διάφορα σημεία ανακαλύπτονται αγγεία και πήλινες κατασκευές. Το όνομα της αρχαίας αυτής πόλης δεν διασώζεται, ενώ σώζονται μόνο τα ονόματα των τεσσάρων περιφερειών της περιοχής, που κατέγραψε ο Πυρρός Αλεύας ο Θεσσαλός, ηγεμόνας στην Πελασγιώτιδα (=νομός Λαρίσης), στην Ιστιαιώτιδα (=νομός Τρικάλων), στη Θεσσαλιώτιδα (=νομός Καρδίτσης) και στη Φθιώτιδα (=νομός Μαγνησίας). Με τα χρόνια οι ταγοί (άρχοντες) αυτών των γεωγραφικών κομματιών χάνουν τη δύναμή τους. Ετσι, αργότερα, ο Φίλιππος της Μακεδονίας εισέρχεται στη Θεσσαλία το 352 π.Χ. και συναντά μέσα στο πέτρινο δάσος από τους Τιτάνιους μονόλιθους, στις όχθες του Πηνειού, τη Θεσσαλική κώμη – την ονοματίζουν Αιγίνιο. Πολλοί λένε πως προήλθε από το όνομα της παλιάς πρωτεύουσάς τους, τις Αίγες. Η πόλη οχυρώνεται ακόμη περισσότερο, με ακρόπολη την «Αιάς», πελεκούν τους τεράστιους ογκόλιθους και φτιάχνουν παρατηρητήρια, ένα από τα οποία είναι ο σημερινός Αη Λιάς. Οταν πεθαίνει ο Μέγας Αλέξανδρος, το Αιγίνιο γίνεται η έδρα του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου, 287 π.Χ. έως 224 π.Χ. Παραμένει στα χέρια των Μακεδόνων μέχρι το 146 που καταλύεται και λεηλατείται από τον Ρωμαίο στρατηγό Κορνήλιο. Οι Ρωμαίοι αναπτύσσουν οικονομικό, πολιτιστικό και εμπορικό κόμβο. Στη Θεσσαλία εισάγει τη χριστιανική θρησκεία ο συγγενής του αγίου Παύλου, Ηρωδίωνας, και όταν πια επικρατεί το Βυζάντιο ο Μέγας Κωνσταντίνος οργανώνει τη Θεσσαλική Εκκλησία. Τον 3ο μ.Χ. αιώνα στα ιδανικά απόκοσμα Μετέωρα αρχίζει να αναπτύσσεται ο μοναχισμός. Οι απαρνητές των εγκοσμίων βρίσκουν καταφύγιο της ψυχής τους τις πέτρινες τρύπες και στήνουν εκεί τις ξύλινες παράγκες τους, μια «Καλία» ήταν η αρχή των μοναστηριών. «Καλία» λεγόταν η κοινότητα των λαϊκών μέχρι τότε. Τις Κυριακές μαζεύονταν για Θεία Ευχαριστία και κοινή εστίαση στον Κυριακό ναΐσκο στη νότια πλευρά του βράχου, τη Δούμπιανη. Το εκκλησάκι, η Ζωοδόχος Πηγή – Παναγία, σώζεται μέχρι σήμερα. Σιγά σιγά, αναπτύχθηκαν πολλές Καλίες - Μοναστήρια. Τον Ι΄ αιώνα χτίζονται τα πρώτα μοναστήρια. Η ασκητική αυτή ανάπτυξη επηρέασε τον γύρω τόπο και τους κατοίκους της. Ο χώρος φαινόταν να ανήκει «στους αγίους» και κυριάρχησε η πίστη ότι από την παραφθορά αυτής της φράσης η πόλη μετονομάσθηκε σε Σταγοί: κατ’ άλλους από τη λέξη σταγός, δηλαδή σιταγωγός ή τη σλάβικη λέξη στάγια, δηλαδή θάλαμος ή κοιλώματα βράχων. Στην πόλη των Σταγών αναπτύσσεται εμπόριο και καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Το πρώτο μοναστήρι που χτίσθηκε στα βράχια ήταν του Αγίου Στεφάνου και ακολούθησε η γέννηση και ανάπτυξη 24 μοναστηριών: 1. Το Αγιο Πνεύμα 2. Ο Αγιος Μόδεστος 3. Ο Αλυσσος 4. Ολγας 5. Ο Αγιος Ταξιάρχης 6. Ο Αγιος Γεώργιος 7. Η Παναγία 8. Ο Αγιος Νικόλαος Μπάντοβας 9. Ο Αγιος Νικόλαος Κοφίνας 10. Η Αγία Μονή 11. Της Υπαπαντής 12. Του Παντοκράτορος 13. Του Καλλίστρατου 14. Της Υψηλοτέρας 15. Της Μονής Δούπιανης 16. Η Μεταμόρφωση 17. Το Βαρλαάμ 18. Ο Αγιος Στέφανος 19. Η Αγία Τριάδα 20. Του Ρουσάνου 21. Του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά. 22. Αγιος Γρηγόριος 23. Αγιοι Απόστολοι 24. Το μεγάλο Μετέωρο Σήμερα διασώζονται μόνο έξι μοναστήρια. Τον 12ο αιώνα τα βράχια βαφτίζονται Μετέωρα από τη σύνθεση δύο αρχαίων λέξεων: ΜΕΤΑ και ΑΕΙΡΩ. Η περιοχή πραγματικά άγιασε, αφού αιματοκυλίσθηκε για τα καλά από επιδρομές βαρβάρων. Πρώτοι κατέβηκαν οι Γότθοι και αργότερα οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι και ύστερα οι Καταλανοί. Μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, κατακτάται το 1420 από τον σουλτάνο Μουράτ τον Β΄. Στα μοναστήρια δόθηκαν ειδικά προνόμια αργότερα από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Ετσι, στη Θεσσαλία βρήκαν καταφύγιο πολλοί Ελληνες απλοί, αλλά και αρματολοί και κλέφτες. Αναπτύχθηκαν 14 αρματολίκια που αποτέλεσαν τους πρώτους πυρήνες της Ελληνικής Επανάστασης. Η πόλη Αιγιής άλλαξε όνομα, αφού οι Τούρκοι βλέποντας αυτό το φυσικό προστατευτικό κάστρο - φρούριο το ονόμασαν στη δική τους γλώσσα «καλό φρούριο», δηλαδή «Καλαμπάκα» - κατά άλλους πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή οικογένεια Καλαμπάκα. Από τότε στα βράχια αυτά ζυμώνεται το πριν, το τώρα και το μετά σε θρύλους και παραδόσεις που στοιχειώνουν τα βράχια που σχηματοποιούνται στις χαρακτηριστικές φιγούρες των ηρώων αυτών των μύθων. Οι ακατοίκητες σήμερα σπηλιές, παλιά προσκυνητάρια των μοναχών, ψιθυρίζαν στο περιβάλλον τα μυστικά τους. Κάτι μπορεί να ακούσεις… αν αφουγκραστείς. Μονοπάτια στη γύρω περιοχή έχουν αρχίσει να καταστρέφονται από τις πέτρες και τα αγριόχορτα. Ωστόσο, πολλοί επιμένουν να τα διαβαίνουν, κάποιοι κάνοντας ορειβατικές ασκήσεις, κάποιοι ψάχνοντας τα πολλά είδη μανιταριών που φυτρώνουν εκεί. Ακόμα και ο Δήμος της Καλαμπάκας δημιούργησε ένα νέο έθιμο, «το κυνήγι του Θησαυρού», που οργανώνεται κάθε χρόνο για τους νέους που πρέπει να περάσουν από συγκεκριμένα σημεία μέσα από τα μονοπάτια με βάση τα παλιά τοπωνύμια που κρατούν ακόμα τη μαγεία τους. Από τα βράχια αναδύονται ανάγλυφα μυστηριώδεις φιγούρες και πρόσωπα, το σημαντικότερο από τα οποία είναι εκείνο το τεράστιο της μαϊμούς που σου γελάει, και το προφίλ του λιονταριού που σωπαίνει βαθυστόχαστο, λες και συγκρατεί το βράχο. Ακολουθεί η φιγούρα του καλόγερου σε μια σπηλιά που φαίνεται σαν φυσικός βράχινος σταθμός. Η σπηλιά του ασκητή είναι από εκείνες που κανείς απορεί για το πώς σκαρφάλωσε εκεί. Υπάρχουν και οι ολόγλυφες φιγούρες που τις βλέπει κανείς από μακριά γιατί είναι τόσο ψηλές όσο και οι βράχοι. Το μυστικό για να τις δείτε κι εσείς είναι να αφήσετε έναν Καλαμπακιώτη να σας πάρει από το χέρι, πείτε του μόνο πως πιστεύετε στα ξωτικά... Εκεί είναι ο βασιλιάς και η βασίλισσα που ξεχωρίζουν από τα σκουφοειδή στέμματά τους. Αυτός ο βασιλιάς με τη βασίλισσά του ζούσαν σε ένα παλάτι τα παλιά χρόνια χτισμένο σε μία από τις κορυφές των βράχων, την κορυφή της Αϊ-ιας. Αυτός ο βράχος συνδεόταν με τον απέναντί του, του Αλτσού, με κρεμαστό ξυλογεφύρι, ενώ κάτω και γύρω από τα βράχια απλωνόταν το νερό της μεγάλης λίμνης. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν μια μονάκριβη μοναχοκόρη. Μια μέρα κάνοντας βόλτα πάνω στο γιοφύρι βγήκε το χρυσό της γοβάκι από το ποδαράκι της, γλίστρησε από την αιωρούμενη γέφυρα και έπεσε στο νερό της λίμνης. Η βασιλοπούλα έσκυψε να το πιάσει, γλίστρησε στη βαθιά λίμνη και τα νερά την κατάπιαν. Ετρεξαν τότε ο βασιλιάς και η βασίλισσα, που βρίσκονταν στην κορυφή του Αλτσού, και πάνω στην απελπισία τους για να τη σώσουν έπεσαν κι αυτοί στη λίμνη… Ο τόπος σώπασε νεκρικά και ο καλός τους φίλος Ποσειδώνας ακούγοντας τα κακά μαντάτα (κατά την ελληνική μυθολογία) λυπήθηκε για το χαμό τους και οργισμένος χτύπησε με την τρίαινά του ένα κομμάτι γης που ένωνε τον Ολυμπο με την Οσα. Αυτό έσπασε και τα νερά της λίμνης πέρασαν το άνοιγμα και έτρεξαν στη θάλασσα. Ετσι, με αυτό το μύθο δικαιολογείται παρα-μυθιακά πώς η λίμνη έγινε πεδιάδα. Σαν φύγαν τα νερά φάνηκαν τα βράχια του βυθού. Σε πολλά από αυτά τα βράχια ήταν αποτυπωμένοι οι θρύλοι της περιοχής. Ετσι, ο βασιλιάς και η βασίλισσα αποτελεί σήμερα το πέτρινο βασιλικό ζευγάρι και λίγο πιο κάτω, εκεί που πνίγηκε η βασιλοπούλα, σχηματίσθηκε η ρόκα που έγνεθε. Πολλοί λένε πως έμοιαζε μ’ αυτήν μιας και η ίδια ήταν ψηλόλιγνη. Οσο για την απάτητη μέχρι σήμερα κορυφή του Αλτσού, όπου δεν υπήρχε κανένα παλάτι, λένε πως από εκείνα τα χρόνια είναι φυλαγμένα εκεί τρία σεντούκια ενός βασιλιά, που περνώντας από τα μέρη εκείνα έπεσε και πνίγηκε μαζί με το άλογό του στη λίμνη. Το ένα σεντούκι έχει χρυσάφι, το άλλο έχει πολύτιμες πέτρες και το τρίτο τη χρυσή σέλλα του βασιλιά. Φίδια-δράκοι έσωσαν αυτούς τους θησαυρούς και τους φυλάνε μέχρι σήμερα ακοίμητοι. Γι’ αυτό κανείς ποτέ δεν τόλμησε να φθάσει αυτή την κορυφή από το φόβο των δράκων και κανείς δεν τους έχει δει μέχρι τώρα… Μα είναι γνωστό ότι παραφυλάνε κρυμμένοι για να βγουν να πνίξουν και να πετάξουν από την ψηλή κορυφή όποιον ιερόσυλο φτάσει εκεί. Τα βράχια εκείνα όμως έχουν πολλών ειδών δράκους κοιμώμενους, άγνωστους σε μας, αλλά με ποικίλες περιγραφές. Ενας από αυτούς κατοικούσε στους πρόποδες του βράχου της Μονής Βαρλαάμ. Τα παλιά χρόνια, ο δράκος-τέρας τρόμαζε τους ανθρώπους και έκανε ζημιές στους οικισμούς που βρίσκονταν στην περιοχή όποτε έκανε το σεργιάνι του. Ο Θεός όμως ακούγοντας τις παρακλήσεις των ανθρώπων με μια αστραπή κεραύνωσε το δράκο κάποια φορά που ήταν στη σπηλιά του. Αυτή τη σπηλιά την λένε μέχρι σήμερα «δρακότρυπα». Κατά άλλους, που εντρυφούν στη συγκριτική λαογραφία, η δρακότρυπα ήταν το καταφύγιο ενός Κενταύρου που -όπως είναι φυσικό- οι άνθρωποι ονόμασαν δράκο λόγω του τεράστιου και αφύσικου μεγέθους του. Λένε πως όταν έγινε η Κενταυρομαχία στο παλάτι του Πέριθου εξαιτίας του Κενταύρου Ευρυτίωνα, οι κένταυροι νικήθηκαν και εκδιώχθηκαν στην Πίνδο. Κάποιοι από αυτούς κρύφτηκαν στη σπηλιά, στα ρέματα και στα δάση των γύρω περιοχών. Ενας από αυτούς βρήκε καταφύγιο σε αυτή την τρύπα που ονομάσθηκε από την παρουσία του «δρακότρυπα». Κάπου στο κέντρο των γιγαντοβράχων ξεχωρίζει άλλο ένα πέτρινο ζευγάρι. Είναι το ζευγάρι δύο νέων που οι γονείς τους δεν τους έδιναν την ευχή τους να παντρευτούν και εκείνοι το έσκασαν. Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν ανεβαίνοντας κρυφά από το δάσος των βράχων, τους πρόλαβε η κατάρα της μάνας της κοπέλας και μαρμάρωσαν!!! Κάπου ακούγεται και μια καμπάνα από την κορυφή ενός βράχου που σε προκαλεί να την ανέβεις και να τη δεις, μα σαν βρεθείς εκεί το μόνο που βλέπεις είναι μια σκισμένη κορυφή, χαμόκλαδα και αγριοπρίναρα. Ενας αέρας σε τυλίγει και σε διαπερνά ο ήχος μιας καμπάνας που μια δυναμώνει, μια ξεμακραίνει, μα η καμπάνα δεν είναι ορατή, γιατί, εκεί, «Σημαίνει ο Θεός», εξ ου και το όνομα της κορυφής!
Ακόμα εκεί στα βράχια διαγράφονται και οι πέντε ομορφιές και άλλα παρόμοια σημάδια. Η παρουσία του Θεού είναι εκεί ορατή με τα σημάδια του γι’ αυτό και σε έναν άλλο βράχο προς Ανατολάς έχει αποτυπωθεί «το πάτημα του Θεού» και όπως καταλαβαίνετε έτσι λένε και τον βράχο. Σ’ αυτούς τους πρόποδες βρέθηκαν περίεργες μαρτυρίες αρχαίων φυλαχτών! Ενα μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα θηλυκωμένο και καλυμμένο σε κεραμικό κουτί από το 12.000 π.Χ. όπως και ένας σκελετός ανθρώπου. Ολη η περιοχή μαρτυρεί πως κατοικείται από ψυχές… θεών, δαιμόνων, παράξενων όντων και ανθρώπων. Ο χρόνος στην περιοχή της Καλαμπάκας χάνει τη έννοιά του μέσα στη δική μας λογική μας. Το παρελθόν βρίσκεται συχνά κοντά ή δίπλα από το παρόν ή το μέλλον και το αντίστροφο. Οι κάτοικοι του τόπου συναντιούνται για μια ανάπαυλα στα κουτούκια και τα καφενεία της πόλης από το μεγάλο αυτό ταξίδι του χρόνου που βιώνουν καθημερινά. Οι Καλαμπακιώτες – Σταγίτες – ή Αιγιήτες έχουν καταθέσει φόρο αίματος στα χώματα εκείνα στη γραφή της ελληνικής ιστορίας και τιμούν τους προγόνους τους που τώρα πια περνούν στην σφαίρα των θρυλικών μυθικών προσώπων. Ενας από αυτούς είναι ο παπα-Θύμιος Βλαχάβας, γιος του αρματολού Θανάση Βλαχάβα, που τον έταξε από τα βαφτίσια του στο μοναστήρι της Υπαπαντής στα Μετέωρα και ξεκίνησε εκεί τον επαναστατικό αγώνα στις 29 Μαϊου του 1808, δεκατρία χρόνια πριν από τον μεγάλο ξεσηκωμό και πολέμησε Τούρκους και Αλβανούς. Εκανε άνω κάτω τον Αλή Πασά στα Γιάννενα και όλη την περιοχή. Κάποτε ο Αλή Πασάς με δόλο τον συνέλαβε και τον κρέμασαν χωρίς όμως να του πάρουν τη δύναμη της πίστης του, χωρίς να λυγίσουν τη γενναιότητά του. Ετσι έγινε ένα αιώνιο σύμβολο του τόπου. Η Καλαμπάκα όπως και η υπόλοιπη Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη και άλλα μέρη της Ελλάδας, ενώ πρωτοστάτησαν στον αγώνα για τη λευτεριά από τους Τούρκους, άργησαν να απελευθερωθούν σε σχέση με την Πελοπόννησο, την Αττική και κάποια νησιά, διότι έτσι βόλευε κυρίως τους συμμάχους μας, που συχνά μας υποχρέωναν μέσω των κυβερνήσεών μας να αφήνουμε αβοήθητους αυτούς που συνέχιζαν τον αγώνα ή και να καταπνίγουμε την ορμή των οργανωμένων στρατευμάτων μας. Ενας από τους σημαντικότερους τέτοιους ήρωες ήταν «ο Βλαχόμπεης του Ασπροποτάμου» κατά το παρατσούκλι του, ο κατ’ όνομα Χριστόδουλος Χατζηπέτρος.
Το έτος 1854, στις 14 Απριλίου, οι Καλαμπακιώτες γιορτάζουν το Πάσχα τους στην Πουλιάνα, φορώντας τις φουστανέλες και οι γυναίκες καταστόλιστες στα γιορτινά τους χορεύουν, δίνοντας στους στίχους που τραγουδούσαν ένα βαθύ νόημα. Οι παρευρισκόμενοι Τούρκοι δεν καταλάβαιναν τα σήματα που έδιναν αυτές στον κόσμο με το τραγούδι τους, έτσι την επόμενη μέρα γίνεται μάχη στις ράχες του Αγίου Στεφάνου μέχρι τους πρόποδες της Βούλας. Ο ελληνικός στρατός στρατοπεδεύει στα Νιοχώρια –περιοχές γύρων από την Καλαμπάκα- ο στρατός των Τούρκων αποκόπτεται και συγκεντρώνεται σε ένα στρατώνα: κτίριο που αργότερα κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Βησσαρίωνα. Οι Τούρκοι ενώνονται με δυνάμεις από τα Τρίκαλα, προσπαθώντας να κυκλώσουν τους Ελληνες, μα βρίσκονται με πολλές απώλειες στις 8 Μαϊου χάρη στους ελιγμούς των Ελλήνων! Ο λοχαγός του πεζικού της Λακωνίας, Λεωτσάκης, συγχρονισμένος με τον καπετάν Καταράχια τον Αρματολό, τους νικά στη «Σαλαμπρία». Ο Πλαπούτας με τον καπετάν Κρητικό και Τσικουράκο περνούν το στενό του Αλαφογιάννη και νικούν στα Νιοχώρια. Στις 9 Μαϊου οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή από τα Τρίκαλα. Το Σάββατο 14 Μαϊου ο στρατός μας μπαίνει νικηφόρα παρελαύνοντας στην Καλαμπάκα! Ο Χατζηπέτρος δείχνει το μεγαλείο του σαν άνθρωπος και φροντίζει τους Τούρκους τραυματίες, τους οποίους και στέλνει πίσω στους δικούς τους. Ομως, οι Γάλλοι και οι Αγγλοι πιέζουν τον Οθωνα, απειλώντας τον με έναρξη πολέμου εναντίον της χώρας να σταματήσει αυτές τις ελληνικές δυνάμεις και έτσι ο Χατζηπέτρος μαζί με τους υπόλοιπους, επιστρέφει στην Αθήνα.
Τα δημοτικά τραγούδια του τόπου από ανωνύμους ή και επωνύμους ποιητάρηδες αντηχούν για τους δυο αυτούς ήρωες μέχρι σήμερα στην περιοχή: «Τι έχεις μαύρε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις; Μήνα για αίματα διψάς, μήνα διψάς για λέσια; Εβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στην Καλαμπάκα. Να ιδείς κρέατα Τούρκικα, κορμιά χωρίς κεφάλια… Βάστα, ρε Χατζηπέτρο μου, το λιάπικο ντουφέκι! Βάστα Πέτρο, πουλάκι μου, να κλείσουμε τους δρόμους…» Με το ίδιο σθένος αναπτύχθηκαν μεμονωμένα ή και οργανωμένες αντιστασιακές ομάδες στην περιοχή κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής και φυσικά τα αντίποινα δεν ήταν αναίμακτα με πολλές εκτελέσεις, ξηλώνοντας τη σιδηροδρομική γραμμή της Καλαμπάκας και καίγοντας σπίτια. Χειρότερη από όλες ήταν η γενική πυρπόληση της Καλαμπάκας που έγινε κατά την οπισθοχώρηση και –πιστέψτε με– τότε ήταν που κάηκε και ο αργαλειός της σπηλιάς προσευχηταριού μαζί με άλλες ξυλοκατασκευές άλλων Καλιών – ασκηταριών!!! Εμειναν μόνο τα ψηλότερα προσευχητάρια και μερικοί αχυρώνες. Πολλοί λένε ότι οι Γερμανοί θέλησαν πυρπολώντας την πόλη να δουν φωτισμένα τη νύχτα τα Μετέωρα. Η ζωή σιγά σιγά ξαναπήρε το δρόμο της και τα παράξενα έθιμα που ήταν ριζωμένα εκεί από τα αρχαία χρόνια συνεχίσθηκαν για πολλά χρόνια μετά, μέχρι την πώρωση και εκλογίκευση που έφερε η τηλεόραση ή και η επέμβαση της Εκκλησίας σε δρυιδικές τελετές.
Ενα από τα πλέον παράδοξα του τόπου ήταν μια αυτοζωοθυσία που επαναλαμβανόταν για πολλά χρόνια λες και γινόταν από ένα κάλεσμα αοράτων δυνάμεων.
Στο πάνω μέρος της πόλης όπου ακουμπάνε οι πρόποδες των Μετεώρων βρίσκεται μια πολύ παλιά και παράξενη εκκλησία, η Κοίμηση της Θεοτόκου, που έχει ένα κυπαρίσσι πίσω από το Αγιο Βήμα, το οποίο, λένε πολλοί, βρίσκεται εκεί πριν από τον 17ο αιώνα. Η εκκλησία χτίστηκε τον 9ο αιώνα ως καθεδρικός ναός της επισκοπής. Αλλοι λένε ότι είναι του 13ου αιώνα, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή, προγενέστερο. Είναι κτισμένη πάνω σε ένα ναό του Απόλλωνα. Σε ένα σημείο μπροστά στο ιερό αριστερά, φαίνεται από ένα τζαμάκι από κάτω ένα κομμάτι από το μωσαϊκό αρχαίο δάπεδο! Η εκκλησία έχει ένα πανύψηλο πανέμορφο καμπαναριό με ένα προαύλιο πλακόστρωτο, όπου στο μέσον του δεσπόζει ένα μονόποδο μαρμάρινο τραπέζι (θυσιαστήριο). Εσωτερικά η εκκλησία είναι διακοσμημένη με επιτοίχιες αγιογραφίες διαφόρων περιόδων μέχρι και τον 14ο αιώνα, ενώ συμπληρώματα έγιναν τον 16ο αιώνα, κυρίως από Κρήτες ζωγράφους. Είναι μια από τις τρεις παράδοξες ορθόδοξες εκκλησίες που έχουν μιαν αλλιώτικη διάταξη ως προς την τοποθεσία του άμβωνα, που βρίσκεται μεγαλόπρεπα ακριβώς στο μέσον της εκκλησίας, ενώ τα περιστύλιά της προέρχονται από τις κολώνες του αρχαίου ναού. Αυτό δεν συμβαίνει σε καμιά άλλη ορθόδοξη εκκλησία στην Ελλάδα! Στο Ιερό Βήμα, η Αγία Τράπεζα στηρίζεται, επίσης, σε μια κολώνα με μαρμάρινο κιβώριο (φτιαγμένο πριν από τον 11ο αιώνα) με αψίδες, τόξα, απλά κιονόκρανα που φέρουν διακοσμήσεις σταυρών και αμπελόφυλλων. Ανατολικά στην κόγχη του ιερού υπάρχει το σύνθρονο, δηλαδή ημικυκλικές κερκίδες, έχοντας στο μέσον το Δεσποτικό. Λέγεται ότι από εκεί ο Αρχιερέας, όταν καθόταν, έβλεπε όλο το ποίμνιο, αφού παλιά δεν υπήρχε ούτε κιβώριο ούτε τέμπλο. Σημαντικότερη από όλες τις εικόνες είναι αυτή που δώρισαν στο ναό οι Αυτοκράτορες Ιωάννης και Θεοδώρα Καντακουζηνού, που είναι διπλής όψεως. Από τη μία πλευρά απεικονίζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου και από την άλλη η Σταύρωση. Επίσης, στο βάθος της ανατολικής πλευράς βρίσκεται μια σιωπηλή σαρκοφάγος, η οποία έχει ένα μνήμα εντοιχισμένο… πιθανώς ανήκε σε αυτόν που έχτισε την Εκκλησία ή σε έναν από αυτούς που την πρωτολειτούργησαν, όπως μου είπε η κυρα-Κούλα, η καντηλανάφτισσα. Ενα δεύτερο καπάκι όμοιο με της σαρκοφάγου ήταν το σκέπασμα του σκευοφυλάκιου όπου έκρυβαν πολύτιμα αντικείμενα του ναού. Λένε πολλοί ότι εκεί φυλάσσονταν ό,τι απέμεινε από τους θησαυρούς του αρχαίου ναού. Ένα άλλο μυστικό του ναού είναι ότι στη θέση του αριστερού ιεροψάλτη βρίσκεται η κρύπτη που οδηγεί μακριά αλλού.. σε μυστικά μονοπάτια του πέτρινου δάσους και λέγεται πως έσωσε πολύ κόσμο σε αιματηρές εχθρικές επιθέσεις… Το πιο παράδοξο όλων συνέβαινε μέχρι πρόσφατα στη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, της Κοίμησης της Θεοτόκου, δηλαδή τη δεύτερη Πασχαλιά ή το Πάσχα του καλοκαιριού.. Τα κορίτσια της γειτονιάς έπλεναν την εκκλησία την Κυριακή πριν από τη γιορτή της. Μετά τη λειτουργία φορούσαν οι πιο πολλές από αυτές μια μαντίλα για να διπλώνουν τις κοτσίδες τους να μην τους τις κόψουν (έτσι ήταν το αστείο έθιμο). Πολύς κόσμος κοιμόταν μετά τον Εσπερινό περιμένοντας να ξυπνήσουν εκεί για τη γιορτή της Παναγίας. Οι γυναίκες έφτιαχναν και προσέφεραν εννιά τυρόπιτες, κουλούρες και κεντητά Παναγόψωμα, βραστά αυγά, ψητά κοκότια (κοκόρια). Ομως κανείς δεν άρχιζε το φαγοπότι αν δεν ερχόταν το ελάφι… Κάθε χρόνο εμφανιζόταν ένα χρονιάρικο «βιτούλι» ελάφι που ερχόταν από το «μεγάλο δάσος» (σήμερα εκεί είναι το χωριό Ελάφι). Εφθανε στο προαύλιο του ναού, έκοβε δύο τρεις βόλτες γύρω από το τραπέζι και αφηνόταν να θυσιαστεί ακουμπώντας πάνω στο μάρμαρο!!! Το θυσίαζε πάντα ένας από το εκκλησιαστικό συμβούλιο και μετά το έψηναν, το μοίραζαν στις οικογένειες και το έτρωγαν μέσα σε ένα ξέφρενο πανηγύρι. Κάθε χρόνο το πνεύμα του ελαφιού έστελνε και ένα ελάφι που θυσιαζόταν. Μια χρονιά όμως το ελάφι άργησε να φανεί. Οταν φάνηκε ιδρωμένο, οι άνθρωποι από την αδημονία τους δεν το άφησαν να κάνει το γύρο του βωμού, να παίξει και να χαϊδευτεί μαζί τους. Το άρπαξαν όπως ήταν καταϊδρωμένο, το έσφαξαν και το έφαγαν βιαστικά. Την άλλη χρονιά το ελάφι δεν φάνηκε και όπως καταλαβαίνετε δεν ξανάρθε ποτέ, γιατί οι άνθρωποι είχαν προσβάλει το πνεύμα του ελαφιού! Μα από ό,τι φαίνεται οι Καλαμπακιώτες είναι γεμάτοι παράδοξα έθιμα σε όλο το γύρισμα του χρόνου. Παραμονή του Αγίου Βησσαρίωνος, στις 14 Σεπτεμβρίου, μετά από λιτανεία του εικονίσματος βάζουν το εικόνισμα στολισμένο από νεαρές κοπέλες με λουλούδια, πάνω από την πόρτα της εκκλησίας για το καλό και όλοι θα περάσουν από κάτω παίρνοντας από ένα λουλουδάκι. Στα Εισόδια της Θεοτόκου στην Παναγιά την Ποσπορίτισσα επιβιώνουν οι τελετές της ευλογίας της σποράς. Ολοι νήστευαν και κοινωνούσαν φέρνοντας μαζί τους τρόφιμα που έτρωγαν μετά την Θεία Κοινωνία. Στο σπίτι έβραζαν για τον καθένα από ένα καλαμπόκι, τη μέρα εκείνη έσπερναν το μεγαλύτερο μέρος των χωραφιών τους ή αποτελείωναν τη σπορά οι περισσότερο γνωστικοί. Την Παναγία αυτή των Εισοδίων, μιας και ευλογεί τη σπορά, την λένε ακόμη «Πολυσπορίτισσα», «Αριοσπειρίτρα», «Μεσοσπορίτισσα» και άλλα. Στο Τριώδιο της Αποκριάς συναντάμε πάλι τα αρχαία ελληνικά έθιμα. Την Κυριακή της Τυρινής ντύνονται εύζωνοι, γαμπρός και νύφη, γυρνά στους δρόμους ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς με ημίψηλο και παπούτσια λουστρίνια με λάστιχα. Ο αρκουδιάρης με το βαμμένο από φούμο πρόσωπο αλλά και το κορμί της Γκαμήλας!!! Ο ξυλοπόδαρος φοράει το σακάκι του ανάποδα. Ακόμα ζητούν συγχώρεση από τους παπάδες και ανταλλάσσουν ευχές. Χορεύουν πώς το τρίβουν το πιπέρι και παίζουν το παιχνίδι της Χάσκας – δηλαδή προσπαθούν να χάψουν χωρίς να πιάσουν ένα σφιχτοβρασμένο αυγό κότας κρεμασμένο από μια κλωστή! Την Καθαρά Δευτέρα εκτός από τα συνήθη έθιμα το σημαντικότερο ήταν η καθαριότητα έτσι οι νοικοκυρές σηκώνονταν πρωί πρωί και έπλεναν όλα τα μαγειρικά σκεύη, αλλά και τον αργαλειό της με αλισίβα. Σαν έφθανε η μεγαλοβδομάδα, μιας και τα παλιά χρόνια ημερολόγια δεν υπήρχαν, για να μη χάσουν τις μέρες στο μέτρημα, έφτιαχναν τη χάρτινη γριά, μια καλόγρια χαρτοκοπτική με κλειστό το στόμα λόγω της νηστείας και σταυρωμένα χέρια σε θέση προσευχής. Για να περπατήσει γρήγορα αυτή τη βδομάδα και να φθάσει το Σάββατο της Ανάστασης τής έφτιαχναν εφτά πόδια, έτσι κάθε μέρα που περνούσε τις έκοβαν και από ένα… Την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα της Διακαινησίμου, δηλαδή της Ζωοδόχου Πηγής, είχε την τιμητική της η Μονή της Θεοτόκου της Δούπιανης. Λένε πως εκεί υπήρχε μια πηγή όμοια με της Αγίας Σοφιάς όπου έπεσαν τα τηγανισμένα επτά ψάρια της καλόγριας την ώρα που τα τηγάνιζε, γιατί δεν πίστευε ότι είχε πέσει η Πόλη. Στη Δούπιανη, επίσης, εκτός των άλλων σώθηκαν πολλά αυτοκρατορικά διατάγματα και αρχεία. Εκεί, ακόμα, οι πρώτοι μοναχοί είχαν φτιάξει το «Κυριακό», όπου πολλοί έρχονται να εκκλησιαστούν, κρατώντας ό,τι απέμεινε από την Κυριακή του Πάσχα, ένα κόκκινο αυγό, λαμπροκούλουρα και ψωμοτύρι. Σε αυτή τη λειτουργία όλοι φρόντιζαν να μη σβήσει η λαμπάδα τους και όσοι εξέτρεφαν μεταξοσκώληκες έκοβαν ένα κλαδάκι από ένα θεόρατο πουρνάρι που βρίσκεται μέχρι σήμερα πίσω από το Ιερό της εκκλησίας και το έβαζαν μαζί με τους μεταξοσκώληκες. Τότε ξύπναγαν και άρχιζαν να δουλεύουν ασταμάτητα. Λίγο πιο κάτω από αυτό το μοναστήρι βρίσκεται η Πουλιάνα. Για λίγο στηνόταν χορός από τους Καλαμπακιώτες στο «μεσοχώρι» στην καστρακινή πλατεία αν τους το επέτρεπαν οι Καστρακινοί. Οι Καστρακιανές τραγουδούσαν παλιά τραγούδια για να μην μπορέσουν οι Καλαμπακιώτες να χορέψουν μαζί τους. (Κάτι σαν αυτό που λέμε Ανωχωρίτες και Κατωχωρίτες – Σιφουνάκηδες και Βροντάκηδες.) Το εικόνισμα του Αη Γιώργη είναι πάντα στολισμένο με μαντίλια, ενώ κατά τη διάρκεια της λειτουργίας κάποιοι έπαιρναν ένα μαντίλι που βρισκόταν εκεί για ένα χρόνο και άφηναν ένα άλλο καινούργιο. Το συμβολικό και παράδοξο αυτό έθιμο με τα μαντίλια αρχίζει από τα τουρκικά χρόνια. Κάτω από το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου υπήρχε ένα ανέγγιχτο δάσος. Υπήρχε διαταγή που απαγόρευε την κοπή των δέντρων. (Αν θυμάστε από τα αρχαία χρόνια οι Ελληνες πίστευαν ότι στα δέντρα κρύβεται η ζωή μας και η τύχη μας και γι’ αυτό και δεν τα έκοβαν ποτέ, αφού δεν ήξεραν σε ποιο δένδρο ζει η τύχη μας.) Κάποτε ένας Τούρκος στρατιώτης πήγε να κόψει ένα δέντρο αψηφώντας τη διαταγή… Μόλις το έκοψε, έπεσε κάτω ξερός. Ο Τούρκος διοικητής νόμισε ότι κάποιος τον σκότωσε και απείλησε τον κόσμο της περιοχής ότι αν δεν μαρτυρούσαν τον δολοφόνο τότε θα το πλήρωναν σκληρά. Τότε ακούστηκε η φωνή του Αη Γιώργη να λέει πως ήταν τιμωρία από τον ίδιο για το δέντρο που πήγε να κόψει και ότι δεν έφταιγε κανείς άλλος. Θα του ξανάδινε όμως τη ζωή, αν κάποιος του χάριζε κάτι. Τότε η γυναίκα του Αγά έβγαλε την μαντίλα-φερετζέ και την ακούμπησε στο εικόνισμα, μετά ένας Καστριανός έδωσε και αυτός το μαντίλι του. Τότε ο Τούρκος στρατιώτης σηκώθηκε σαν να μην του είχε συμβεί τίποτε. Από τότε βάζουν κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου μαντίλια. Του Αη Γιάννη του Ριζακάρι, Ρηγανά ή του Πηγαδά, Φανιστή, του Λαμπροφόρου ή του Λαμπαδιέρη, του Λιοτροπιού παραμονή ανάβουν φωτιές, καίνε τους μάηδες, ενώ το βράδυ εκείνο όσοι έβγαιναν για βοσκή έκοβαν τριφύλλι που το καίγανε για να ξορκίσουν τα κουνούπια να μην τους πλησιάσουν. Ακόμα μαζεύουν ρίγανη και φυσικά κάνουν και το γνωστό έθιμο του Αη Γιάννη του Κλήδονα όπου οι λεύτερες κοπέλες βλέπουν ποιον θα παντρευτούν χύνοντας μολύβι ρευστό στο κουπάκι με το αμίλητο νερό. Ομως, ένα πιο ιδιαίτερο μαντικό έθιμο είναι εκείνο της καθρεφτομαντείας όπου η κοπέλα που θέλει να μάθει ποιον θα παντρευτεί. Στερεώνει στο κεφάλι της ένα καθρέφτη, έτσι ώστε να βλέπει στο καθρέφτισμα το πηγάδι, φορώντας μια κουκούλα από κόκκινο ύφασμα. Σκύβει στο πηγάδι έτσι ώστε οι αντανακλάσεις του ήλιου από το νερό του φεγγαριού να καθρεφτίζονται στον καθρέφτη, εκεί άμα δει μία φιγούρα να σχηματίζεται είναι η δικιά της, όταν δει και μία δεύτερη είναι εκείνου που θα πάρει. Η γη και το νερό παντρεύονται και κοντράρονται στην Καλαμπάκα όσο σε κανένα άλλο τόπο της Ελλάδας. Σήμερα με τα μέσα της επιστήμης προκαλούνται ή αποφεύγονται βροχές, όμως η βροχή είναι σημαντική πηγή ζωής από τα αρχαία χρόνια και οι χοροί και επικλήσεις για βροχή δίνουν και παίρνουν παγκοσμίως. Ετσι κάποτε ένας βασιλιάς του τόπου σε περίοδο ανομβρίας έβαλε ένα παράξενο αίνιγμα λέγοντας πως όποιος το κερδίσει θα αμειφθεί πλουσιοπάροχα. Εβαλε το λοιπόν μια λαφίνα και ένα λαφόπουλο να στέκουν καταστόλιστα με πολύτιμα πετράδια και χρυσά στολίδια ζητώντας να εκτιμηθεί η αξία της. Κανένας όμως όσοι και να πέρναγαν δεν έδιναν την κατάλληλη απάντηση, μέχρι που έφτασε και ένας χωρικός απελπισμένος για την ανομβρία που κατέστρεφε τα χωράφια του και έδωσε τη σωστή απάντηση: «Αν βρέξει ο Απρίλης δώδεκα και ο Μάης μόνο μία και φίνα, τόσο αξίζει το λαφόπουλο μαζί και η λαφίνα.»
Η εκκλησία μας, πιστέψτε το… έχει ειδική ευχή για την ανομβρία. Οι Καλαμπακιώτες κρατούσαν μέχρι πρόσφατα ένα αρχαίο έθιμο της μάγισσας Μπαρμπαρούσας, που με τα χρόνια παραφράστηκε και ονομάστηκε Παπαρούνα (που συμβολίζει τη βλάστηση) ή Περπερούνα, Περπιρίτσα. Το ρόλο της μάγισσας υποδύεται ένα φτωχό ορφανό κορίτσι κατά προτίμηση και από τους δύο γονείς. Μεγαλύτερα από αυτό περίπου δέκα κορίτσια το έντυναν από την κορφή μέχρι τα νύχια με κλαδιά γεμάτα φύλλα και χόρτα κυρίως λάπατα, πρασινάδες και βούζια. Της κρέμαγαν και ένα δισάκι.
Η Περπερίτσα με τη συνοδεία περίπου των δέκα κοριτσιών περιφερόταν από τις γειτονιές σπίτι σπίτι τραγουδώντας:
«Περπερίτσα περπατεί, τον Θεό παρακαλεί. - Θεέ μου, ρίξε μια βροχή βασιλική Να ποτίσει το κεχρί, Το κεχρί το παρασπόρι, Για να γίνουν τα σταράκια Και να ανθίσουν τα αμπελάκια Και της Μπάμπως τα κρεμμύδια.. Γρήγορα του Αη Λιά, Και ο Αη Λιάς στον ουρανό Για να βρέξει ο Θεός νερό…
Οταν τέλειωνε το τραγούδι, το ξανάρχιζαν αυτοστιγμεί. Οπου χτύπαγαν την πόρτα τα κορίτσια έπαιρναν φιλέματα (φιλοδωρήματα της μάγισσας) και τα έβαζαν στο δισάκι της Περπερίτσας. Σαν πέρναγε κάτω από ένα μπαλκόνι ή ψηλό παράθυρο της έριχναν συμβολικά με κανάτι ή γκούμι νερό. Καταλαβαίνετε, γινόταν μουσκίδι γι’ αυτό της έβαζαν στο κεφάλι και μια κατσαρόλα!!! ή ταψί!!! και για να μην είναι τόσο κωμική το σκέπαζαν και αυτό με χόρτα και βουζιά. Οπου και να πας σε χρόνο ή σε χώρο της Καλαμπάκας και γύρω από αυτόν ξεπηδούν ατέλειωτοι μύθοι και θρύλοι. Το πέτρινο δάσος-τείχος που την προστατεύει, θυμίζει ένα σεληνιακό τοπίο, δεν τρομάζει, σαν λαστιχένιος γίγαντας έχεις την αίσθηση πως ετοιμάζεται τρυφερά να σε αγκαλιάσει. Χθες το βράδυ, βλέποντας μια εκπομπή του Χαρδαβέλλα και μια συνέντευξη του Παντελή Παντελάκη για τα ανάγλυφα, πέτρινα πρόσωπα του πλανήτη Αρη και το υγρό θαλασσινό παρελθόν της επιφάνειάς του, τα οποία πιθανώς εκπέμπουν σήματα στο άπειρο, αναρωτήθηκα σαν τον αγαθό κο Παλομάρ του Ιταλο Καλβίνο, λες τα πρόσωπα και οι μορφές των Μετεώρων να συνομιλούν με τις μορφές του Αρη; Να είναι εκεί ένα σημείο πομπού της γης από το μυθικό μας παρελθόν στο Σύμπαν γι’ αυτό και είναι τόσο αισθητή η μαγνητική του δύναμη στον άνθρωπο, παραμένοντας ωστόσο μη ικανοί να αφουγκραστούμε αυτή τη συμπαντική συνομιλία…
|